- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔλευσις?

3군 변화 명사; 여성 기독교 로마알파벳 전사: eleusis 고전 발음: [엘레] 신약 발음: [앨레]

기본형: ἔλευσις ἔλευσεως

형태분석: ἐλευσι (어간) + ς (어미)

  1. 다가옴, 도착, 등장
  2. (기독교) 대림, 재림
  1. coming, arrival
  2. Advent

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἔλευσις

다가옴이

ἐλεύσει

다가옴들이

ἐλεύσεις

다가옴들이

속격 ἐλεύσεως

다가옴의

ἐλεύσοιν

다가옴들의

ἐλεύσεων

다가옴들의

여격 ἐλεύσει

다가옴에게

ἐλεύσοιν

다가옴들에게

ἐλεύσεσι(ν)

다가옴들에게

대격 ἔλευσιν

다가옴을

ἐλεύσει

다가옴들을

ἐλεύσεις

다가옴들을

호격 ἔλευσι

다가옴아

ἐλεύσει

다가옴들아

ἐλεύσεις

다가옴들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • " ὁ δὲ περιενεγκὼν τὴν φιάλην τοῦ Βαθυκλέους παῖς Θυρίων ἐκαλεῖτο, καθά φησιν Ἔλευσις ἐν τῷ Περὶ Ἀχιλλέως καὶ Ἀλέξων ὁ Μύνδιος ἐν ἐνάτῳ Μυθικῶν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. a'. QALHS 8:5)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. a'. QALHS 8:5)

  • σύνδικος δ αὐτῷ Ιὀλάου τύμβος εἰναλία τ Ἐλευσὶς ἀγλαΐαισιν. (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 9 25:2)

    (핀다르, Odes, olympian odes, olympian 9 25:2)

  • Πέλλανά τε καὶ Σικυὼν καὶ Μέγαρ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες, ἅ τ Εὔβοια: (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 13 30:1)

    (핀다르, Odes, olympian odes, olympian 13 30:1)

  • ὦ πάλαι ποτὲ ἡδίων ᾄδειν Ἐλευσὶς ἐμοὶ τίς Ὀρφεὺς ἢ Θάμυρις ἢ ποῖος Ἐλευσίνιος οἰκήτωρ Μουσαῖος ἀρκέσει τοσούτῳ πράγματι· (Aristides, Aelius, Orationes, 1:1)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 1:1)

  • πολέμου δὲ συμβάντος τοῖς Ἕλλησι πρὸς ἀλλήλους πολλοῦ καὶ πάντων ἄνω καὶ κάτω γενομένων, μόνη δὴ τρόπον γέ τινα Ἐλευσὶς ἠρέμει: (Aristides, Aelius, Orationes, 3:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 3:3)

유의어

  1. 다가옴

  2. 대림

관련어

명사

형용사

동사

SEARCH

MENU NAVIGATION