ἐκτρέπω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: ektrepō
고전 발음: [엑뜨레뽀:]
신약 발음: [액뜨래뽀]
기본형:
ἐκτρέπω
ἐκτρέψω
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
τρέπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 피하다, 명령하다, 회피하다, 돌다, 돌리다, 비틀다, 지시하다, 굴리다
- 막다, 예방하다
- 돌다, 비틀다, 두르다
- to turn out of the course, to turn aside, to turn aside from, to turn aside
- to turn, off the road, order, out of the way, to get out of, way, avoid
- to prevent
- to turn, and flee before
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὅταν γὰρ ἔλθῃ πόλεμος ἐς ψῆφον λεώ, οὐδεὶς ἔθ αὑτοῦ θάνατον ἐκλογίζεται, τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ ἐς ἄλλον ἐκτρέπει: (Euripides, Suppliants, episode 3:9)
(에우리피데스, Suppliants, episode 3:9)
- εἰ δὲ κἀνταῦθα δόξει τι δεῖν ἀποδείξεως, ὅντινα βούλεται τῶν λόγων αὐτοῦ προχειρισάμενος καὶ ἀφ οὗ βούλεται μέρους ἀρξάμενος καταβαινέτω τε καὶ σκοπείτω τῶν λεγομένων ἕκαστον, εἰ τὰ μὲν ἀναβεβλημένας ἔχει τὰς ἁρμονίας καὶ διεστώσας, τὰ δὲ προσκολλώσας καὶ συμπεπυκνωμένας, καὶ τὰ μὲν ἀποτραχύνει τε καὶ πικραίνει τὴν ἀκοήν, τὰ δὲ πραϋ´νει καὶ λεαίνει, καὶ τὰ μὲν εἰς πάθος ἐκτρέπει τοὺς ἀκούοντας, τὰ δ εἰς ἦθος ὑπάγεται, τὰ δ ἄλλας τινὰς ἐργάζεται καὶ πολλὰς διαφορὰς παρ αὐτὴν τὴν σύνθεσιν. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 432)
(디오니시오스, De Demosthene, chapter 432)
- Αἰάς δὲ ὑπὸ λύπης ταραχθεὶς ἐπιβουλεύεται νύκτωρ τῷ στρατεύματι, καὶ αὐτῷ μανίαν ἐμβαλοῦσα Ἀθηνᾶ εἰς τὰ βοσκήματα ἐκτρέπει ξιφήρη: (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 5 14:1)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 5 14:1)
- οὐ γὰρ τοῦ σώματος μοῦνον ἀπρὶξ λαβόμενον ταχὺ ἀνασμύχει τε καὶ δάπτει , ἀλλὰ ἐς πολλὰ καὶ τὴν αἰσθησίην ἐκτρέπει, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχὴν ἐκμαίνει ἀκρασίῃ τοῦ σώματος. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 5)
(아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 5)
유의어
-
to turn out of the course
- παρακλίνω (to turn aside, having swerved from the course)
- παρατρέπω (돌다, 비틀다, 늘어뜨리다)
- ἀποκάμπτω (to turn off or aside)
- κλίνω (I turn aside)
- ἐπισιμόω (to bend inwards, to turn aside one's course)
- ἀλέξω (막다, 차단하다, 지체하게 하다)
- ἐκνεύω (to turn the head aside)
- ἐκκλίνω (to turn aside towards)
- παρέξειμι (to turn aside out of the path)
- παράγω (to lead aside, alter the course of)
- παραμείβω (우회시키다, 전환하다, 관여하다)
- παραστρέφω (to turn aside, perverted)
- παρεκτρέπω (우회시키다, 전환하다, 관여하다)
- ἀποκλίνω (to turn aside or off the road, as one turns)
- προαποτρέπομαι (중단하다, 중지하다, 멈추다)
-
막다
-
돌다
파생어
- ἀνατρέπω (전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다)
- ἀποτρέπω (돌리다, 돌다, 비틀다)
- διατρέπω (외면하다, 당혹스러워하다, 불확실하다)
- ἐντρέπω (바꾸다, 변화시키다, 변경하다)
- ἐπιτρέπω (방향을 돌리다, 회전하다, )
- μετατρέπομαι (원을 그리며 돌다, 회전하다)
- παρατρέπω (돌다, 비틀다, 늘어뜨리다)
- περιτρέπω (전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다)
- προστρέπω (간절히 바라다, 기도하다, 탄원하다)
- προτρέπω (설득하다, 주장하다, 자극하다)
- τρέπω (돌다, 비틀다)