- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐκπροχέω?

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration: ekprocheō

Principal Part: ἐκπροχέω ἐκπροχεῶ

Structure: ἐκ (Prefix) + προ (Prefix) + χέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to pour forth

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκπρόχω ἐκπρόχεις ἐκπρόχει
Dual ἐκπρόχειτον ἐκπρόχειτον
Plural ἐκπρόχουμεν ἐκπρόχειτε ἐκπρόχουσι(ν)
SubjunctiveSingular ἐκπρόχω ἐκπρόχῃς ἐκπρόχῃ
Dual ἐκπρόχητον ἐκπρόχητον
Plural ἐκπρόχωμεν ἐκπρόχητε ἐκπρόχωσι(ν)
OptativeSingular ἐκπρόχοιμι ἐκπρόχοις ἐκπρόχοι
Dual ἐκπρόχοιτον ἐκπροχοίτην
Plural ἐκπρόχοιμεν ἐκπρόχοιτε ἐκπρόχοιεν
ImperativeSingular ἐκπρόχει ἐκπροχεῖτω
Dual ἐκπρόχειτον ἐκπροχεῖτων
Plural ἐκπρόχειτε ἐκπροχοῦντων, ἐκπροχεῖτωσαν
Infinitive ἐκπρόχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκπροχων ἐκπροχουντος ἐκπροχουσα ἐκπροχουσης ἐκπροχουν ἐκπροχουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐκπρόχουμαι ἐκπρόχει, ἐκπρόχῃ ἐκπρόχειται
Dual ἐκπρόχεισθον ἐκπρόχεισθον
Plural ἐκπροχοῦμεθα ἐκπρόχεισθε ἐκπρόχουνται
SubjunctiveSingular ἐκπρόχωμαι ἐκπρόχῃ ἐκπρόχηται
Dual ἐκπρόχησθον ἐκπρόχησθον
Plural ἐκπροχώμεθα ἐκπρόχησθε ἐκπρόχωνται
OptativeSingular ἐκπροχοίμην ἐκπρόχοιο ἐκπρόχοιτο
Dual ἐκπρόχοισθον ἐκπροχοίσθην
Plural ἐκπροχοίμεθα ἐκπρόχοισθε ἐκπρόχοιντο
ImperativeSingular ἐκπρόχου ἐκπροχεῖσθω
Dual ἐκπρόχεισθον ἐκπροχεῖσθων
Plural ἐκπρόχεισθε ἐκπροχεῖσθων, ἐκπροχεῖσθωσαν
Infinitive ἐκπρόχεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐκπροχουμενος ἐκπροχουμενου ἐκπροχουμενη ἐκπροχουμενης ἐκπροχουμενον ἐκπροχουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to pour forth

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION