ἐκδέχομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐκδέχομαι
ἐκδέξομαι
형태분석:
ἐκ
(접두사)
+
δέχ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 취하다, 잡다, 가득 채우다
- 예상하다, 기다리다, 기대하다
- 기다리다, 기대하다
- 뒤따르다, 뒤에 오다
- to take or receive from
- to take up, succeeded
- to take up the argument
- to wait for, expect
- to await
- to come next
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ΙΔΕΤΕ ὡσ ὁ δίκαιοσ ἀπώλετο, καὶ οὐδεὶσ ἐκδέχεται τῇ καρδίᾳ, καὶ ἄνδρεσ δίκαιοι αἴρονται, καὶ οὐδεὶσ κατανοεῖ. ἀπὸ γὰρ προσώπου ἀδικίασ ἦρται ὁ δίκαιοσ. (Septuagint, Liber Isaiae 57:1)
(70인역 성경, 이사야서 57:1)
- πυλὼν μὲν ὑψηλὸσ ἀναβάσεισ πλατείασ ἔχων, ὑπτίασ μᾶλλον ἢ ὀρθίασ πρὸσ τὴν τῶν ἀνιόντων εὐμάρειαν εἰσιόντα δὲ τοῦτον ἐκδέχεται κοινὸσ οἶκοσ εὐμεγέθησ, ἱκανὴν ἔχων ὑπηρέταισ καὶ ἀκολούθοισ διατριβήν, ἐν ἀριστερᾷ δὲ τὰ ἐσ τρυφὴν παρεσκευασμένα οἰκήματα βαλανείῳ δ’ οὖν καὶ ταῦτα πρεπωδέστατα, χαρίεσσαι καὶ φωτὶ πολλῷ καταλαμπόμεναι ὑποχωρήσεισ. (Lucian, (no name) 5:1)
(루키아노스, (no name) 5:1)
- "ἔφη γὰρ Ἀγάθωνα τὸν καλὸν ἢδη γενειῶντα περιβάλλων καὶ κατασπαζόμενοσ, ὅτι τῶν καλῶν καὶ τὸ μετόπωρον ἐκδέχεται μόνον οὐδὲν πολιῶσα ἀκμάζων καὶ ῥυτίσιν, ἀλλ’ ἄχρι τάφων καὶ μνημάτων παραμένει· (Plutarch, Amatorius, section 2417)
(플루타르코스, Amatorius, section 2417)
- γενομένων δὲ διὰ ταῦτα τῶν ὁμολογιῶν, καὶ τῆσ γνώμησ ἅμα τῷ μεγέθει τῆσ παρασκευῆσ ἐκφανείσησ τοῦ Δημητρίου, φοβηθέντεσ οἱ βασιλεῖσ διεπέμποντο πρὸσ τὸν Πύρρον ἀγγέλουσ καὶ γράμματα, θαυμάζειν φάσκοντεσ εἰ τὸν αὑτοῦ προέμενοσ καιρόν, ἐν τῷ Δημητρίου πολεμῆσαι περιμένει, καὶ δυνάμενοσ Μακεδονίασ ἐκβαλεῖν αὐτὸν πολλὰ πράττοντα καὶ ταραττόμενον, ἐκδέχεται καὶ σχολάζοντι καὶ μεγάλῳ γενομένῳ περὶ τῶν ἐν Μολοσσοῖσ ἱερῶν καὶ τάφων διαγωνίσασθαι, καὶ ταῦτα Κέρκυραν ἔναγχοσ ἀφῃρημένοσ ὑπ’ αὐτοῦ μετὰ τῆσ γυναικόσ. (Plutarch, chapter 10 4:1)
(플루타르코스, chapter 10 4:1)
- καθ’ ἣν τοῦθ’ ὅπερ ἐδέξατο θύραθεν ἐντὸσ αὑτοῦ πρὸσ τὸν θώρακα μετερᾷ, τὴν δὲ τρίτην καθ’ ἣν τὸ ἀπὸ τοῦ θώρακοσ συστελλόμενον αὖθισ εἰσ αὑτὸν ἐκδέχεται, τὴν δὲ τετάρτην καθ’ ἣν τὸ ἐξ ὑποστροφῆσ ἐν αὐτῷ γινόμενον θύραζε ἐξερᾷ τούτων δὲ τῶν κινήσεων δύο μὲν εἶναι διαστολάσ, τὴν τ’ ἔξωθεν τὴν τ’ ἀπὸ τοῦ θώρακοσΣ· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, 13:1)
(위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 4, 13:1)
유의어
-
to take or receive from
- ἐπιλαμβάνω (받다, 얻다, 잡다)
- προλαμβάνω (to take or receive before)
- ἀναδέχομαι (잡다, 받다, 얻다)
- λάζομαι (얻다, 받다)
- εἰσδέχομαι (얻다, 받다, 수용하다)
- ἐξαναιρέω (제외하다, 빼다)
- ἀποδέχομαι (잡다, 빼앗다)
- ἀναλαμβάνω (취하다, 잡다)
- ὑπολαμβάνω (취하다, 잡다)
- ἀναιρέω (취하다, 잡다)
- ὀρέγω (잡다, 빼앗다)
- ἀναιρέω (취하다, 잡다)
- συναίνυμαι (취하다, 잡다)
- καταδέχομαι (to receive back, take home again)
-
to take up the argument
-
예상하다
-
기다리다
- ἐπιμένω (기다리다, 기대하다)
- περιμένω (기다리다, 예상하다, 기대하다)
- μίμνω (기다리다, 예상하다, 기대하다)
- ἀναμένω (견디다, 참다, 기다리다)
- μένω (기다리다, 기대하다, 예상하다)
- μιμνάζω (기다리다, 기대하다, 예상하다)
- περιμένω (기다리다, 기대하다, 고대하다)
- ἐγκαρτερέω (to await stedfastly)
-
뒤따르다
파생어
- ἀναδέχομαι (잡다, 받다, 얻다)
- ἀποδέχομαι (받아들이다, 받다, 승인하다)
- δέχομαι (받다, 얻다, 받아들이다)
- διαδέχομαι (취하다, 잡다, 가득 채우다)
- εἰσδέχομαι (얻다, 받다, 수용하다)
- ἐνδέχομαι (받아들이다, 승인하다, 찬성하다)
- ἐπιδέχομαι (허락하다, 허용하다, 수여하다)
- καταδέχομαι (얻다, 받다, 수용하다)
- παραδέχομαι (약혼하다, 싸우다, 서로 약속하다)
- προσδέχομαι (받아들이다, 받다, 승인하다)
- ὑποδέχομαι (만들다, 약속하다, 하다)