헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰστρέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰστρέχω εἰσδραμοῦμαι εἰσέδραμον

형태분석: εἰς (접두사) + τρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 맞부딪치다
  1. to run in, to run into

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰστρέχω

(나는) 맞부딪친다

εἰστρέχεις

(너는) 맞부딪친다

εἰστρέχει

(그는) 맞부딪친다

쌍수 εἰστρέχετον

(너희 둘은) 맞부딪친다

εἰστρέχετον

(그 둘은) 맞부딪친다

복수 εἰστρέχομεν

(우리는) 맞부딪친다

εἰστρέχετε

(너희는) 맞부딪친다

εἰστρέχουσιν*

(그들은) 맞부딪친다

접속법단수 εἰστρέχω

(나는) 맞부딪치자

εἰστρέχῃς

(너는) 맞부딪치자

εἰστρέχῃ

(그는) 맞부딪치자

쌍수 εἰστρέχητον

(너희 둘은) 맞부딪치자

εἰστρέχητον

(그 둘은) 맞부딪치자

복수 εἰστρέχωμεν

(우리는) 맞부딪치자

εἰστρέχητε

(너희는) 맞부딪치자

εἰστρέχωσιν*

(그들은) 맞부딪치자

기원법단수 εἰστρέχοιμι

(나는) 맞부딪치기를 (바라다)

εἰστρέχοις

(너는) 맞부딪치기를 (바라다)

εἰστρέχοι

(그는) 맞부딪치기를 (바라다)

쌍수 εἰστρέχοιτον

(너희 둘은) 맞부딪치기를 (바라다)

εἰστρεχοίτην

(그 둘은) 맞부딪치기를 (바라다)

복수 εἰστρέχοιμεν

(우리는) 맞부딪치기를 (바라다)

εἰστρέχοιτε

(너희는) 맞부딪치기를 (바라다)

εἰστρέχοιεν

(그들은) 맞부딪치기를 (바라다)

명령법단수 εἰστρέχε

(너는) 맞부딪쳐라

εἰστρεχέτω

(그는) 맞부딪쳐라

쌍수 εἰστρέχετον

(너희 둘은) 맞부딪쳐라

εἰστρεχέτων

(그 둘은) 맞부딪쳐라

복수 εἰστρέχετε

(너희는) 맞부딪쳐라

εἰστρεχόντων, εἰστρεχέτωσαν

(그들은) 맞부딪쳐라

부정사 εἰστρέχειν

맞부딪치는 것

분사 남성여성중성
εἰστρεχων

εἰστρεχοντος

εἰστρεχουσα

εἰστρεχουσης

εἰστρεχον

εἰστρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰστρέχομαι

(나는) 맞부딪쳐진다

εἰστρέχει, εἰστρέχῃ

(너는) 맞부딪쳐진다

εἰστρέχεται

(그는) 맞부딪쳐진다

쌍수 εἰστρέχεσθον

(너희 둘은) 맞부딪쳐진다

εἰστρέχεσθον

(그 둘은) 맞부딪쳐진다

복수 εἰστρεχόμεθα

(우리는) 맞부딪쳐진다

εἰστρέχεσθε

(너희는) 맞부딪쳐진다

εἰστρέχονται

(그들은) 맞부딪쳐진다

접속법단수 εἰστρέχωμαι

(나는) 맞부딪쳐지자

εἰστρέχῃ

(너는) 맞부딪쳐지자

εἰστρέχηται

(그는) 맞부딪쳐지자

쌍수 εἰστρέχησθον

(너희 둘은) 맞부딪쳐지자

εἰστρέχησθον

(그 둘은) 맞부딪쳐지자

복수 εἰστρεχώμεθα

(우리는) 맞부딪쳐지자

εἰστρέχησθε

(너희는) 맞부딪쳐지자

εἰστρέχωνται

(그들은) 맞부딪쳐지자

기원법단수 εἰστρεχοίμην

(나는) 맞부딪쳐지기를 (바라다)

εἰστρέχοιο

(너는) 맞부딪쳐지기를 (바라다)

εἰστρέχοιτο

(그는) 맞부딪쳐지기를 (바라다)

쌍수 εἰστρέχοισθον

(너희 둘은) 맞부딪쳐지기를 (바라다)

εἰστρεχοίσθην

(그 둘은) 맞부딪쳐지기를 (바라다)

복수 εἰστρεχοίμεθα

(우리는) 맞부딪쳐지기를 (바라다)

εἰστρέχοισθε

(너희는) 맞부딪쳐지기를 (바라다)

εἰστρέχοιντο

(그들은) 맞부딪쳐지기를 (바라다)

명령법단수 εἰστρέχου

(너는) 맞부딪쳐져라

εἰστρεχέσθω

(그는) 맞부딪쳐져라

쌍수 εἰστρέχεσθον

(너희 둘은) 맞부딪쳐져라

εἰστρεχέσθων

(그 둘은) 맞부딪쳐져라

복수 εἰστρέχεσθε

(너희는) 맞부딪쳐져라

εἰστρεχέσθων, εἰστρεχέσθωσαν

(그들은) 맞부딪쳐져라

부정사 εἰστρέχεσθαι

맞부딪쳐지는 것

분사 남성여성중성
εἰστρεχομενος

εἰστρεχομενου

εἰστρεχομενη

εἰστρεχομενης

εἰστρεχομενον

εἰστρεχομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέτρεχον

(나는) 맞부딪치고 있었다

εἰσέτρεχες

(너는) 맞부딪치고 있었다

εἰσέτρεχεν*

(그는) 맞부딪치고 있었다

쌍수 εἰσετρέχετον

(너희 둘은) 맞부딪치고 있었다

εἰσετρεχέτην

(그 둘은) 맞부딪치고 있었다

복수 εἰσετρέχομεν

(우리는) 맞부딪치고 있었다

εἰσετρέχετε

(너희는) 맞부딪치고 있었다

εἰσέτρεχον

(그들은) 맞부딪치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσετρεχόμην

(나는) 맞부딪쳐지고 있었다

εἰσετρέχου

(너는) 맞부딪쳐지고 있었다

εἰσετρέχετο

(그는) 맞부딪쳐지고 있었다

쌍수 εἰσετρέχεσθον

(너희 둘은) 맞부딪쳐지고 있었다

εἰσετρεχέσθην

(그 둘은) 맞부딪쳐지고 있었다

복수 εἰσετρεχόμεθα

(우리는) 맞부딪쳐지고 있었다

εἰσετρέχεσθε

(너희는) 맞부딪쳐지고 있었다

εἰσετρέχοντο

(그들은) 맞부딪쳐지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέδραμον

(나는) 맞부딪쳤다

εἰσέδραμες

(너는) 맞부딪쳤다

εἰσέδραμεν*

(그는) 맞부딪쳤다

쌍수 εἰσεδράμετον

(너희 둘은) 맞부딪쳤다

εἰσεδραμέτην

(그 둘은) 맞부딪쳤다

복수 εἰσεδράμομεν

(우리는) 맞부딪쳤다

εἰσεδράμετε

(너희는) 맞부딪쳤다

εἰσέδραμον

(그들은) 맞부딪쳤다

명령법단수 εἰσδράμε

(너는) 맞부딪쳤어라

εἰσδραμέτω

(그는) 맞부딪쳤어라

쌍수 εἰσδράμετον

(너희 둘은) 맞부딪쳤어라

εἰσδραμέτων

(그 둘은) 맞부딪쳤어라

복수 εἰσδράμετε

(너희는) 맞부딪쳤어라

εἰσδραμόντων

(그들은) 맞부딪쳤어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 맞부딪치다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION