헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακολπίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακολπίζω κατακολπιῶ

형태분석: κατακολπίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ko/lpos

  1. to run into a bay

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακολπίζω

κατακολπίζεις

κατακολπίζει

쌍수 κατακολπίζετον

κατακολπίζετον

복수 κατακολπίζομεν

κατακολπίζετε

κατακολπίζουσιν*

접속법단수 κατακολπίζω

κατακολπίζῃς

κατακολπίζῃ

쌍수 κατακολπίζητον

κατακολπίζητον

복수 κατακολπίζωμεν

κατακολπίζητε

κατακολπίζωσιν*

기원법단수 κατακολπίζοιμι

κατακολπίζοις

κατακολπίζοι

쌍수 κατακολπίζοιτον

κατακολπιζοίτην

복수 κατακολπίζοιμεν

κατακολπίζοιτε

κατακολπίζοιεν

명령법단수 κατακόλπιζε

κατακολπιζέτω

쌍수 κατακολπίζετον

κατακολπιζέτων

복수 κατακολπίζετε

κατακολπιζόντων, κατακολπιζέτωσαν

부정사 κατακολπίζειν

분사 남성여성중성
κατακολπιζων

κατακολπιζοντος

κατακολπιζουσα

κατακολπιζουσης

κατακολπιζον

κατακολπιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακολπίζομαι

κατακολπίζει, κατακολπίζῃ

κατακολπίζεται

쌍수 κατακολπίζεσθον

κατακολπίζεσθον

복수 κατακολπιζόμεθα

κατακολπίζεσθε

κατακολπίζονται

접속법단수 κατακολπίζωμαι

κατακολπίζῃ

κατακολπίζηται

쌍수 κατακολπίζησθον

κατακολπίζησθον

복수 κατακολπιζώμεθα

κατακολπίζησθε

κατακολπίζωνται

기원법단수 κατακολπιζοίμην

κατακολπίζοιο

κατακολπίζοιτο

쌍수 κατακολπίζοισθον

κατακολπιζοίσθην

복수 κατακολπιζοίμεθα

κατακολπίζοισθε

κατακολπίζοιντο

명령법단수 κατακολπίζου

κατακολπιζέσθω

쌍수 κατακολπίζεσθον

κατακολπιζέσθων

복수 κατακολπίζεσθε

κατακολπιζέσθων, κατακολπιζέσθωσαν

부정사 κατακολπίζεσθαι

분사 남성여성중성
κατακολπιζομενος

κατακολπιζομενου

κατακολπιζομενη

κατακολπιζομενης

κατακολπιζομενον

κατακολπιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακολπίω

κατακολπίεις

κατακολπίει

쌍수 κατακολπίειτον

κατακολπίειτον

복수 κατακολπίουμεν

κατακολπίειτε

κατακολπίουσιν*

기원법단수 κατακολπίοιμι

κατακολπίοις

κατακολπίοι

쌍수 κατακολπίοιτον

κατακολπιοίτην

복수 κατακολπίοιμεν

κατακολπίοιτε

κατακολπίοιεν

부정사 κατακολπίειν

분사 남성여성중성
κατακολπιων

κατακολπιουντος

κατακολπιουσα

κατακολπιουσης

κατακολπιουν

κατακολπιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακολπίουμαι

κατακολπίει, κατακολπίῃ

κατακολπίειται

쌍수 κατακολπίεισθον

κατακολπίεισθον

복수 κατακολπιοῦμεθα

κατακολπίεισθε

κατακολπίουνται

기원법단수 κατακολπιοίμην

κατακολπίοιο

κατακολπίοιτο

쌍수 κατακολπίοισθον

κατακολπιοίσθην

복수 κατακολπιοίμεθα

κατακολπίοισθε

κατακολπίοιντο

부정사 κατακολπίεισθαι

분사 남성여성중성
κατακολπιουμενος

κατακολπιουμενου

κατακολπιουμενη

κατακολπιουμενης

κατακολπιουμενον

κατακολπιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to run into a bay

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION