ἕξις
Third declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἕξις
ἕξεως
Structure:
ἑξι
(Stem)
+
ς
(Ending)
Etym.: e(/cw, fut. of e)/xw
Sense
- an act of having, possession
- a being in a certain state, a permanent condition, produced by practice, a state or habit of body, especially a good habit
- a state or habit of mind
- skill as the result of practice, experience
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- πολλὰ γὰρ πρὸ τούτου γενέσθαι δεῖ, καὶ προοδοποιῆσαι τῇ πόσει καὶ προπαρασκευάσαι ῥᾴδιον ἐσ ἰάσιν τὸ σῶμα καὶ τῆσ ἁπάσησ ἕξεωσ φροντίσαι κενοῦντα καὶ ἰσχναίνοντα καὶ οἷσ χρὴ τρέφοντα καὶ κινοῦντα ἐσ ὅσον χρήσιμον καὶ ὕπνουσ ἐπινοοῦντα καὶ ἠρεμίασ μηχανώμενον, ἅπερ οἱ μὲν ἄλλο τι νοσοῦντεσ ῥᾳδίωσ πεισθεῖεν ἄν, οἱ μεμηνότεσ δὲ διὰ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ νοῦ δυσάγωγοι καὶ δυσηνιόχητοι καὶ τῷ ἰατρῷ ἐπισφαλεῖσ καὶ τῇ θεραπείᾳ δυσκαταγώνιστοι. (Lucian, Abdicatus, (no name) 17:2)
- οὕτω γὰρ ἂν ἀπιδὼν καὶ σὺ τῶν μακροβίων ἀνδρῶν πρὸσ τὸ ὅμοιον τῆσ ἕξεωσ καὶ τῆσ τύχησ ἑτοιμότερον ἐλπίσειασ γῆρασ ὑγιεινὸν καὶ μακρὸν καὶ ἅμα ζηλώσασ ἐργάσαιο σαυτῷ τῇ διαίτῃ μέγιστόν τε ἅμα καὶ ὑγιεινότατον βίον. (Lucian, Macrobii, (no name) 7:2)
- ἢ τὰ πρῶτα ταῦτα, τί διαφέρει σχέσισ ἕξεωσ ; (Lucian, Symposium, (no name) 23:5)
- "Δίφιλοσ δέ φησιν ἡ δὲ κολοκύντη ὀλιγότροφόσ ἐστι καὶ εὔφθαρτοσ καὶ ὑγραντικὴ τῆσ ἕξεωσ καὶ εὐέκκριτοσ, εὔχυλοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5224)
- "ἕξεωσ περὶ γεωμετρίαν ἔργον ἐστίν, οὐ τοῦτο προστάττειν τὸν θεὸν ἀλλὰ καὶ γεωμετρεῖν διακελεύεσθαι τοῖσ Ἕλλησιν · (Plutarch, De E apud Delphos, section 6 2:4)
Synonyms
-
an act of having
-
a state or habit of mind