- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δωρεά?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: dōreā 고전 발음: [도:레아:] 신약 발음: [도래아]

기본형: δωρεά

형태분석: δωρε (어간) + α (어미)

  1. 선물, 예물, 현상금
  2. 봉토, 영지
  1. a gift, a present, and especially bounty
  2. an estate granted by a king, a fief

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δωρεά

선물이

δωρεά

선물들이

δωρεαί

선물들이

속격 δωρεᾶς

선물의

δωρεαῖν

선물들의

δωρεῶν

선물들의

여격 δωρεᾷ

선물에게

δωρεαῖν

선물들에게

δωρεαῖς

선물들에게

대격 δωρεάν

선물을

δωρεά

선물들을

δωρεάς

선물들을

호격 δωρεά

선물아

δωρεά

선물들아

δωρεαί

선물들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοιούτων δὲ συνεστηκότων, συνέβη Ταρσεῖς καὶ Μαλλώτας στασιάζειν διὰ τὸ Ἀντιοχίδι τῇ παλλακῇ τοῦ βασιλέως ἐν δωρεᾷ δεδόσθαι. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:30)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:30)

  • διὰ τοῦτο καὶ τότε εἰς πάντα μεταλλευομένη τῇ παντοτρόφῳ σου δωρεᾷ ὑπηρέτει πρὸς τὴν τῶν δεομένων θέλησιν, (Septuagint, Liber Sapientiae 16:25)

    (70인역 성경, 지혜서 16:25)

  • ἀξιῶ δ οὖν ἐπὶ τούτοις τὴν ὀφειλομένην δοθῆναί μοι παρ ὑμῶν δωρεάν, οὐ φιλοκερδὴς οὐδὲ μικρολόγος τις ὢν οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ τὴν πατρίδα εὐεργετεῖν προῃρημένος, ἀλλὰ βεβαιωθῆναί μοι βουλόμενος τὰ κατορθώματα τῇ δωρεᾷ καὶ μὴ διαβληθῆναι μηδὲ ἄδοξον γενέσθαι τὴν ἐπιχείρησιν τὴν ἐμὴν ὡς ἀτελῆ καὶ γέρως ἀναξίαν κεκριμένην. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 9:4)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 9:4)

  • τῶν εἰς τὸ πεμφθῆναι προχειρισθέντων φυλαττέσθω μηδὲν μηδὲ μετάνοια εἰσίτω ἐπὶ τῇ δωρεᾷ. (Lucian, Saturnalia, 2:10)

    (루키아노스, Saturnalia, 2:10)

  • ἐπ ἐκείνους, ὦ Ζεῦ, πέμπε με τοὺς ἡσθησομένους τῇ δωρεᾷ,^ τοὺς περιέψοντας, οἷς τίμιος ἐγὼ καὶ περιπόθητος: (Lucian, Timon, (no name) 12:3)

    (루키아노스, Timon, (no name) 12:3)

유의어

  1. 선물

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION