헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δύσκριτος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δύσκριτος δύσκριτον

형태분석: δυσκριτ (어간) + ος (어미)

  1. hard to discern or interpret, doubtfully, darkly, in doubt

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 δύσκριτος

(이)가

δύσκριτον

(것)가

속격 δυσκρίτου

(이)의

δυσκρίτου

(것)의

여격 δυσκρίτῳ

(이)에게

δυσκρίτῳ

(것)에게

대격 δύσκριτον

(이)를

δύσκριτον

(것)를

호격 δύσκριτε

(이)야

δύσκριτον

(것)야

쌍수주/대/호 δυσκρίτω

(이)들이

δυσκρίτω

(것)들이

속/여 δυσκρίτοιν

(이)들의

δυσκρίτοιν

(것)들의

복수주격 δύσκριτοι

(이)들이

δύσκριτα

(것)들이

속격 δυσκρίτων

(이)들의

δυσκρίτων

(것)들의

여격 δυσκρίτοις

(이)들에게

δυσκρίτοις

(것)들에게

대격 δυσκρίτους

(이)들을

δύσκριτα

(것)들을

호격 δύσκριτοι

(이)들아

δύσκριτα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τίπτε μοι τόδ’ ἐμπέδωσ δεῖμα προστατήριον καρδίασ τερασκόπου ποτᾶται, μαντιπολεῖ δ’ ἀκέλευστοσ ἄμισθοσ ἀοιδά, οὐδ’ ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων θάρσοσ εὐπειθὲσ ἵ‐ ζει φρενὸσ φίλον θρόνον; (Aeschylus, Agamemnon, choral, strophe 11)

    (아이스킬로스, 아가멤논, choral, strophe 11)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION