헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διοίκησις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διοίκησις διοικήσεως

형태분석: διοικησι (어간) + ς (어미)

어원: from dioike/w

  1. 관리, 경영, 통제, 살림살이, 정부
  1. housekeeping, control, government, administration
  2. one of the lesser Roman provinces, (as an Ecclesiastical division) a bishop's jurisdiction, diocese

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 διοίκησις

관리가

διοικήσει

관리들이

διοικήσεις

관리들이

속격 διοικήσεως

관리의

διοικήσοιν

관리들의

διοικήσεων

관리들의

여격 διοικήσει

관리에게

διοικήσοιν

관리들에게

διοικήσεσιν*

관리들에게

대격 διοίκησιν

관리를

διοικήσει

관리들을

διοικήσεις

관리들을

호격 διοίκησι

관리야

διοικήσει

관리들아

διοικήσεις

관리들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐψηφίσθη δὲ αὐτῷ τὰσ ἐπαρχίασ ἔχειν εἰσ ἄλλην τετραετίαν, καὶ χίλια τάλαντα λαμβάνειν καθ’ ἕκαστον ἐνιαυτόν, ἀφ’ ὧν θρέψει καὶ διοικήσει τὸ στρατιωτικόν. (Plutarch, Pompey, chapter 55 7:2)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 55 7:2)

  • οὐκοῦν ἐν μὲν χρημάτων διοικήσει κρατοίη ἂν ὁ χρήμασιν εὐπορωτέραν τὴν πόλιν ποιῶν; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 6 22:5)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 6 22:5)

  • οὐ γὰρ ὄντων ἱκανῶν τῶν ἐκ τῶν τελῶν χρημάτων τῇ διοικήσει, τὰ προσκαταβλήματ’ ὀνομαζόμενα διὰ τὸν τοῦ νόμου τούτου φόβον καταβάλλεται. (Demosthenes, Speeches 21-30, 149:3)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 149:3)

  • πῶσ οὖν οὐχ ἅπαντ’ ἀνάγκη καταλυθῆναι τὰ τῆσ πόλεωσ, ὅταν αἱ μὲν τῶν τελῶν καταβολαὶ μὴ ὦσ’ ἱκαναὶ τῇ διοικήσει, ἀλλ’ ἐνδέῃ πολλῶν, καὶ μηδὲ ταῦτ’ ἀλλ’ ἢ περὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτὸν ᾖ λαβεῖν, τὰ δὲ προσκαταβλήματα τοὺσ μὴ τιθέντασ μὴ ᾖ κυρία δεῖν ἡ βουλὴ μηδὲ τὰ δικαστήρια, ἀλλὰ καθιστῶσιν ἐγγυητὰσ ἄχρι τῆσ ἐνάτησ πρυτανείασ; (Demosthenes, Speeches 21-30, 150:1)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 150:1)

  • οὐκ εἴσεισιν ἡ βουλὴ καὶ διοικήσει τὰ ἐκ τῶν νόμων; (Demosthenes, Speeches 21-30, 151:7)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 151:7)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION