헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δινεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δινεύω

형태분석: δινεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: di/nh

  1. to whirl or twirl round, spin round, to drive round a circle, to whirl or roll about, to eddy, to whirl round
  2. to roam about
  3. to whirl about, circling in its flight, to roam about

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δινεύω

δινεύεις

δινεύει

쌍수 δινεύετον

δινεύετον

복수 δινεύομεν

δινεύετε

δινεύουσιν*

접속법단수 δινεύω

δινεύῃς

δινεύῃ

쌍수 δινεύητον

δινεύητον

복수 δινεύωμεν

δινεύητε

δινεύωσιν*

기원법단수 δινεύοιμι

δινεύοις

δινεύοι

쌍수 δινεύοιτον

δινευοίτην

복수 δινεύοιμεν

δινεύοιτε

δινεύοιεν

명령법단수 δίνευε

δινευέτω

쌍수 δινεύετον

δινευέτων

복수 δινεύετε

δινευόντων, δινευέτωσαν

부정사 δινεύειν

분사 남성여성중성
δινευων

δινευοντος

δινευουσα

δινευουσης

δινευον

δινευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δινεύομαι

δινεύει, δινεύῃ

δινεύεται

쌍수 δινεύεσθον

δινεύεσθον

복수 δινευόμεθα

δινεύεσθε

δινεύονται

접속법단수 δινεύωμαι

δινεύῃ

δινεύηται

쌍수 δινεύησθον

δινεύησθον

복수 δινευώμεθα

δινεύησθε

δινεύωνται

기원법단수 δινευοίμην

δινεύοιο

δινεύοιτο

쌍수 δινεύοισθον

δινευοίσθην

복수 δινευοίμεθα

δινεύοισθε

δινεύοιντο

명령법단수 δινεύου

δινευέσθω

쌍수 δινεύεσθον

δινευέσθων

복수 δινεύεσθε

δινευέσθων, δινευέσθωσαν

부정사 δινεύεσθαι

분사 남성여성중성
δινευομενος

δινευομενου

δινευομενη

δινευομενης

δινευομενον

δινευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τλῆμον Ἔρωσ, οὐ θῆλυν ἐμοὶ πόθον, ἀλλὰ τιν’ αἰεὶ δινεύεισ στεροπὴν καύματοσ ἀρσενικοῦ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 871)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 871)

  • νῦν ὅτε γηραιόσ, γυροδρόμον ἠνίδε πέτρον δινεύω, στεφέων ὕβρισ, ἐλαυνόμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 20 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 20 1:1)

  • αἱ δὲ κατ’ ἀκροτάτην ἁλλόμεναι τροχιήν, ἄξονα δινεύουσιν ὁ δ’ ἀκτίνεσσιν ἑλικταῖσ στρωφᾷ Νισυρίων κοῖλα βάρη μυλάκων. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4184)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4184)

  • ὄμματα δινεύεισ κρυφίων ἰνδάλματα πυρσῶν, χείλεα δ’ ἀκροβαφῆ λοξὰ παρεκτανύεισ, καὶ πολὺ κιχλίζουσα σοβεῖσ εὐβόστρυχον αἴγλην, ἐκχυμένασ δ’ ὁρόω τὰσ σοβαρὰσ παλάμασ. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2511)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 2511)

  • ἔνθά κεν οὐκέτι ἔργον ἀνὴρ ὀνόσαιτο μετελθών, ὅσ τισ ἔτ’ ἄβλητοσ καὶ ἀνούτατοσ ὀξέϊ χαλκῷ δινεύοι κατὰ μέσσον, ἄγοι δέ ἑ Παλλὰσ Ἀθήνη χειρὸσ ἑλοῦσ’, αὐτὰρ βελέων ἀπερύκοι ἐρωήν· (Homer, Iliad, Book 4 54:1)

    (호메로스, 일리아스, Book 4 54:1)

유의어

  1. to whirl or twirl round

  2. to roam about

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION