헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀλινδέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀλινδέω

형태분석: ἀλινδέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make to roll, to roll in the dust, to roam about

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀλινδῶ

ἀλινδεῖς

ἀλινδεῖ

쌍수 ἀλινδεῖτον

ἀλινδεῖτον

복수 ἀλινδοῦμεν

ἀλινδεῖτε

ἀλινδοῦσιν*

접속법단수 ἀλινδῶ

ἀλινδῇς

ἀλινδῇ

쌍수 ἀλινδῆτον

ἀλινδῆτον

복수 ἀλινδῶμεν

ἀλινδῆτε

ἀλινδῶσιν*

기원법단수 ἀλινδοῖμι

ἀλινδοῖς

ἀλινδοῖ

쌍수 ἀλινδοῖτον

ἀλινδοίτην

복수 ἀλινδοῖμεν

ἀλινδοῖτε

ἀλινδοῖεν

명령법단수 ἀλίνδει

ἀλινδείτω

쌍수 ἀλινδεῖτον

ἀλινδείτων

복수 ἀλινδεῖτε

ἀλινδούντων, ἀλινδείτωσαν

부정사 ἀλινδεῖν

분사 남성여성중성
ἀλινδων

ἀλινδουντος

ἀλινδουσα

ἀλινδουσης

ἀλινδουν

ἀλινδουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀλινδοῦμαι

ἀλινδεῖ, ἀλινδῇ

ἀλινδεῖται

쌍수 ἀλινδεῖσθον

ἀλινδεῖσθον

복수 ἀλινδούμεθα

ἀλινδεῖσθε

ἀλινδοῦνται

접속법단수 ἀλινδῶμαι

ἀλινδῇ

ἀλινδῆται

쌍수 ἀλινδῆσθον

ἀλινδῆσθον

복수 ἀλινδώμεθα

ἀλινδῆσθε

ἀλινδῶνται

기원법단수 ἀλινδοίμην

ἀλινδοῖο

ἀλινδοῖτο

쌍수 ἀλινδοῖσθον

ἀλινδοίσθην

복수 ἀλινδοίμεθα

ἀλινδοῖσθε

ἀλινδοῖντο

명령법단수 ἀλινδοῦ

ἀλινδείσθω

쌍수 ἀλινδεῖσθον

ἀλινδείσθων

복수 ἀλινδεῖσθε

ἀλινδείσθων, ἀλινδείσθωσαν

부정사 ἀλινδεῖσθαι

분사 남성여성중성
ἀλινδουμενος

ἀλινδουμενου

ἀλινδουμενη

ἀλινδουμενης

ἀλινδουμενον

ἀλινδουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to make to roll

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION