헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δίκελλα

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δίκελλα δίκελλης

형태분석: δικελλ (어간) + α (어미)

어원: di/s, ke/llw

  1. a mattock, a two-pronged hoe

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • παραλαβὼν οὖν αὐτόν τε καὶ τῶν ἄλλων πολλοὺσ ‐ εἵποντο γὰρ τοῦ παραδόξου ἕνεκα ‐ ἐκέλευον ἀγαγὼν ἐπὶ τὸν τόπον οὗ καταδεδυκότα τὸν δαίμονα ἑωράκειν, σκάπτειν λαβόντασ δικέλλασ καὶ σκαφεῖα, καὶ ἐπειδὴ ἐποίησαν, εὑρέθη ὅσον ἐπ’ ὀργυιὰν κατορωρυγμένοσ τισ νεκρὸσ ἑώλοσ μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ σχῆμα συγκείμενοσ. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 25:12)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 25:12)

  • λάζυσθαι χρεὼν μοχλοὺσ δικέλλασ θ’, ὥστε Κυκλώπων βάθρα φοίνικι κανόνι καὶ τύκοισ ἡρμοσμένα στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινῶσαι πάλιν. (Euripides, Heracles, episode, lyric 1:15)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric 1:15)

  • ὁ δ’ Ἀρκάσ, οὐκ Ἀργεῖοσ, Ἀταλάντησ γόνοσ τυφὼσ πύλαισιν ὥσ τισ ἐμπεσὼν βοᾷ πῦρ καὶ δικέλλασ, ὡσ κατασκάψων πόλιν· (Euripides, Phoenissae, episode 10:1)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 10:1)

  • "ἐνηνοχέναι γὰρ δικέλλασ καὶ ἄμασ, ’ εἰ ταῦτ’ εἴχεθ’ ὑμεῖσ εἶπεν ἡ Γνάθαινα, ἐνέχυρα θέντεσ τὸ μίσθωμα ἂν ἀπεστείλατε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 48 2:7)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 48 2:7)

  • ἤδη δὲ πόρρω τῆσ ἡμέρασ ὄν, προελθὼν ὁ κῆρυξ ἀνεῖπε, Δελφῶν ὅσοι ἐπὶ δίετεσ ἡβῶσι, καὶ δούλουσ καὶ ἐλευθέρουσ, ἥκειν αὔριον ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἔχοντασ ἄμασ καὶ δικέλλασ πρὸσ τὸ Θυτεῖον ἐκεῖ καλούμενον· (Aeschines, Speeches, , section 122 1:2)

    (아이스키네스, 연설, , section 122 1:2)

유의어

  1. a mattock

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION