헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δίκελλα

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δίκελλα δίκελλης

형태분석: δικελλ (어간) + α (어미)

어원: di/s, ke/llw

  1. a mattock, a two-pronged hoe

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τί παθὼν οὖν τοιοῦτόσ ἐστιν, αὐχμηρόσ, ἄθλιοσ,^ καὶ σκαπανεὺσ καὶ μισθωτόσ, ὡσ ἐοίκεν, οὕτω βαρεῖαν καταφέρων τὴν δίκελλαν; (Lucian, Timon, (no name) 7:10)

    (루키아노스, Timon, (no name) 7:10)

  • οὗτοι δὲ οἱ λάροι τῇ πενίᾳ συνέστωσαν, ἣν προτιμῶσιν ἡμῶν, καὶ διφθέραν παρ’ αὐτῆσ λαβόντεσ καὶ δίκελλαν ἀγαπάτωσαν ἄθλιοι τέτταρασ ὀβολοὺσ ἀποφέροντεσ, οἱ δεκαταλάντουσ δωρεὰσ ἀμελητὶ προϊέμενοι. (Lucian, Timon, (no name) 12:4)

    (루키아노스, Timon, (no name) 12:4)

  • οὐκοῦν εἰ μὴ ἐμφράξεται τὸ κεχηνὸσ τοῦτο καὶ ἔσται ἅπαξ ^ ἀναπεπταμένον, ἐκχυθέντοσ ἐν βραχεῖ σου ῥᾳδίωσ εὑρήσει τὴν διφθέραν αὖθισ καὶ τὴν δίκελλαν ἐν τῇ τρυγὶ τοῦ πίθου. (Lucian, Timon, (no name) 19:1)

    (루키아노스, Timon, (no name) 19:1)

  • ὥστε τί οὐκ ἐπὶ τὴν πέτραν ταύτην ἀνελθὼν τὴν μὲν δίκελλαν ὀλίγον ἀναπαύω πάλαι πεπονηκυῖαν, αὐτὸσ δὲ ὅτι πλείστουσ λίθουσ συμφορήσασ ἐπιχαλαζῶ πόρρωθεν αὐτούσ; (Lucian, Timon, (no name) 57:4)

    (루키아노스, Timon, (no name) 57:4)

  • οἱ γὰρ Παλαιστῖνοι καταστρεφόμενοι τοὺσ Ιοὐδαίουσ τά τε ὅπλα αὐτοὺσ ἀφῃροῦντο καὶ τοὺσ ὀχυρωτάτουσ τῆσ χώρασ τόπουσ φρουραῖσ κατελαμβάνοντο καὶ σιδηροφορεῖν χρῆσθαί τε καθάπαξ ἀπηγόρευον σιδήρῳ, καὶ διὰ ταύτην τὴν πρόρρησιν οἱ γεωργοὶ, εἴποτε δεήσει’ αὐτοὺσ ἐπισκευάσαι τι τῶν ἐργαλείων, ἢ ὕνιν ἢ δίκελλαν ἢ ἄλλο τι τῶν εἰσ γεωργίαν χρησίμων, φοιτῶντεσ εἰσ τοὺσ Παλαιστίνουσ ταῦτα ἔπραττον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 6 128:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 6 128:1)

유의어

  1. a mattock

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION