헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διατείχισμα

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διατείχισμα

형태분석: διατειχισματ (어간)

어원: from diateixi/zw

  1. a place walled off and fortified

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ νῦν ἀδελφοὶ καὶ συγγενεῖσ, ἂν μὴ κλίμασι καὶ ποταμοῖσ καὶ διατειχίσμασιν ὁρίσωσι τὰ κοινά καὶ πολλὴν εὐρυχωρίαν ἒν μέσῳ λάβωσιν ἀπ’ ἀλλήλων, οὐ παύονται διαφερόμενοι. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 5 4:4)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 5 4:4)

  • νυνὶ δ’ ἀπιστίᾳ τοῦ μεγέθουσ οἱ βάρβαροι τῆσ νίκησ καὶ πρὸσ εὐπάθειαν ἐκ τοῦ περιχαροῦσ ἅμα καὶ νεμήσεισ τῶν ἑαλωκότων ἐν τῷ στρατοπέδῳ χρημάτων τραπόμενοι, τῷ μὲν ἐκπίπτοντι τῆσ πόλεωσ ὄχλῳ ῥᾳστώνην φυγῆσ παρέσχον, ἐλπίσαι δ’ ἔτι καὶ παρασκευάσασθαι τοῖσ ὑπομένουσι τὴν γὰρ ἄλλην πόλιν προέμενοι τὸ Καπιτώλιον ἐφράξαντο βέλεσι καὶ διατειχίσμασιν. (Plutarch, Camillus, chapter 20 2:1)

    (플루타르코스, Camillus, chapter 20 2:1)

유의어

  1. a place walled off and fortified

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION