διατειχίζω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διατειχίζω
διατειχιῶ
형태분석:
δια
(접두사)
+
τειχίζ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to cut off and fortify by a wall
- to divide as by a wall
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐ γὰρ ἂν ἔχων με ἠμέλεισ καὶ ἀπωθοῦ περιπλέκεσθαι θέλουσαν καὶ τέλοσ διετείχιζεσ τὸ μεταξὺ ἡμῶν τῷ ἱματίῳ δεδιὼσ μὴ ψαύσαιμί σου. (Lucian, Dialogi meretricii, 1:9)
(루키아노스, Dialogi meretricii, 1:9)
- μηδενὸσ δ’ ὑπακούοντοσ αὐτοῖσ, ἀλλὰ τῆσ Πελοποννήσου περιεχομένων καὶ πᾶσαν ἐντὸσ Ἰσθμοῦ τὴν δύναμιν ὡρμημένων συνάγειν, καὶ διατειχιζόντων τὸν Ἰσθμὸν εἰσ θάλατταν ἐκ θαλάττησ, ἅμα μὲν ὀργὴ τῆσ προδοσίασ εἶχε τοὺσ Ἀθηναίουσ, ἅμα δὲ δυσθυμία καὶ κατήφεια μεμονωμένουσ. (Plutarch, , chapter 9 3:2)
(플루타르코스, , chapter 9 3:2)
- ὕστερον δὲ Πελοποννησίων διατειχιζόντων τὸν Ἰσθμόν, καὶ ἀγαπώντων μὲν τῇ σωτηρίᾳ, νομιζόντων δ’ ἀπηλλάχθαι τοῦ κατὰ θάλατταν κινδύνου, καὶ διανοουμένων τοὺσ ἄλλουσ Ἕλληνασ περιιδεῖν ὑπὸ τοῖσ βαρβάροισ γενομένουσ, ὀργισθέντεσ Ἀθηναῖοι συνεβούλευον αὐτοῖσ, εἰ ταύτην τὴν γνώμην ἕξουσι, περὶ ἅπασαν τὴν Πελοπόννησον τεῖχοσ περιβαλεῖν· (Lysias, Speeches, 53:2)
(리시아스, Speeches, 53:2)
- ὁ δὲ Κάσσιοσ κατεπλάγη μὲν τοῦ ἔργου τὴν ἐπίνοιάν τε καὶ κλοπήν, ἀντεπινοῶν δὲ ἀποτεμέσθαι τὰ φρούρια τὸν Ἀντώνιον, διετείχιζε καὶ αὐτὸσ ἐπικάρσιον τὸ ἕλοσ ἅπαν, ἀρχόμενον ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου μέχρι τῆσ θαλάσσησ, κόπτων ὁμοίωσ καὶ γεφυρῶν καὶ τὸν χάρακα τοῖσ στεριφώμασιν ἐπιτιθεὶσ καὶ τὴν ὑπὸ Ἀντωνίου γεγενημένην δίοδον ἀπολαμβάνων, ἵνα μήτε ἐκδραμεῖν ἐσ αὐτὸν οἱ ἔνδον ἔτι δυνηθεῖεν μήτε ἐκεῖνοσ αὐτοῖσ ἐπιβοηθεῖν. (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 14 3:6)
(아피아노스, The Civil Wars, book 4, chapter 14 3:6)
- οἱ δὲ σύνεδροι τῶν Ἑλλήνων ὁρῶντεσ τὴν τῶν ὄχλων ταραχὴν καὶ τὴν ὅλην ἔκπληξιν, ἐψηφίσαντο διατειχίζειν τὸν Ἰσθμόν. (Diodorus Siculus, Library, book xi, chapter 16 4:1)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xi, chapter 16 4:1)
유의어
-
to cut off and fortify by a wall
-
to divide as by a wall
파생어
- ἀνατειχίζω (회복하다, 고쳐 만들다)
- ἀποτειχίζω (요새화하다, 보강하다, 봉쇄하다)
- ἐκτειχίζω (to fortify completely, to build it from the ground)
- ἐντειχίζω (봉쇄하다, 포위하다, 둘러싸다)
- ἐπιτειχίζω (심다, 뿌리다, 씨 뿌리다)
- περιτειχίζω (벽을 둘러싸다, 포위하다)
- προστειχίζω (to add to a fortification, include in the city-wall)
- συντειχίζω (to help build a wall or fortification)
- τειχίζω (벽을 짓다, 벽을 만들다)
- ὑποτειχίζω (to build a wall under or across, build a cross-wall)