헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαμάχομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαμάχομαι διαμαχέσομαι

형태분석: δια (접두사) + μάχ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 끝까지 싸우다, 결판을 내다
  1. to fight or strive with, struggle against, I resist to the uttermost
  2. to fight one with another
  3. to fight it out, contend obstinately
  4. to exert oneself greatly
  5. to contend or maintain

활용 정보

현재 시제

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Πομπήϊοσ δὲ ὡσ κατεῖδεν ἀπὸ θατέρου τοὺσ ἱππεῖσ φυγῇ σκεδασθέντασ, οὐκέτι ἦν ὁ αὐτὸσ οὐδ’ ἐμέμνητο Πομπήϊοσ ὢν Μᾶγνοσ, ἀλλ’ ὑπὸ θεοῦ μάλιστα βλαπτομένῳ τὴν γνώμην ἐοικώσ ἄφθογγοσ ᾤχετο ἀπιὼν ἐπὶ σκηνήν, καὶ καθεζόμενοσ ἐκαραδόκει τὸ μέλλον, ἄχρι οὗ τροπῆσ ἁπάντων γενομένησ ἐπέβαινον οἱ πολέμιοι τοῦ χάρακοσ καὶ διεμάχοντο πρὸσ τοὺσ φυλάττοντασ. (Plutarch, Caesar, chapter 45 4:1)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 45 4:1)

  • οὐκ ἐχόντων δὲ τῶν τόπων εὐρυχωρῆ διέξοδον οἱ μὲν ὑπὸ τῶν ἰδίων ἱππέων συνεπατοῦντο πολλῶν ὄντων, οἱ δὲ πρὸσ ἀλλήλουσ ὡσ πολέμιοι διεμάχοντο, τῆσ ἀγνοίασ ἐπισχούσησ διὰ τὴν νύκτα. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 29 10:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 29 10:2)

  • ἀλλήλοισ τε συμπίπτοντεσ κάτω ξίφεσι καὶ δόρασιν ἐκ χειρόσ, ὡσ δυνατὸν ἦν ἐν σκότῳ, διεμάχοντο. (Appian, The Foreign Wars, chapter 5 9:5)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 5 9:5)

  • κατὰ μέν γε τὴν Ἰδουμαίαν δισχίλιοι τῶν ὑπὸ Ἡρώδῃ πάλαι στρατευσαμένων συστάντεσ ἔνοπλοι διεμάχοντο τοῖσ βασιλικοῖσ, οἷσ Ἀχίαβοσ ἀνεψιὸσ βασιλέωσ ἀπὸ τῶν ἐρυμνοτάτων χωρίων ἐπολέμει ὑποφεύγων τὴν ἐν τοῖσ πεδίοισ συμπλοκήν· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 74:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 74:2)

  • οἱ δ’ ἐν τῷ κατάντει πολλὰ κακωθέντεσ ὡσ διεξέπεσον, ἄντικρυσ ἐπιστρέφονται καὶ μέσην ἔχοντεσ τὴν χαράδραν τοῖσ Ῥωμαίοισ διεμάχοντο. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 95:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 95:1)

유의어

  1. to fight or strive with

  2. to fight one with another

  3. 끝까지 싸우다

  4. to exert oneself greatly

  5. to contend or maintain

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION