헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαβάλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαβάλλω

형태분석: δια (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 모욕하다, 중상하다, 욕하다
  1. slander, libel

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαβάλλω

(나는) 모욕한다

διαβάλλεις

(너는) 모욕한다

διαβάλλει

(그는) 모욕한다

쌍수 διαβάλλετον

(너희 둘은) 모욕한다

διαβάλλετον

(그 둘은) 모욕한다

복수 διαβάλλομεν

(우리는) 모욕한다

διαβάλλετε

(너희는) 모욕한다

διαβάλλουσιν*

(그들은) 모욕한다

접속법단수 διαβάλλω

(나는) 모욕하자

διαβάλλῃς

(너는) 모욕하자

διαβάλλῃ

(그는) 모욕하자

쌍수 διαβάλλητον

(너희 둘은) 모욕하자

διαβάλλητον

(그 둘은) 모욕하자

복수 διαβάλλωμεν

(우리는) 모욕하자

διαβάλλητε

(너희는) 모욕하자

διαβάλλωσιν*

(그들은) 모욕하자

기원법단수 διαβάλλοιμι

(나는) 모욕하기를 (바라다)

διαβάλλοις

(너는) 모욕하기를 (바라다)

διαβάλλοι

(그는) 모욕하기를 (바라다)

쌍수 διαβάλλοιτον

(너희 둘은) 모욕하기를 (바라다)

διαβαλλοίτην

(그 둘은) 모욕하기를 (바라다)

복수 διαβάλλοιμεν

(우리는) 모욕하기를 (바라다)

διαβάλλοιτε

(너희는) 모욕하기를 (바라다)

διαβάλλοιεν

(그들은) 모욕하기를 (바라다)

명령법단수 διαβάλλε

(너는) 모욕해라

διαβαλλέτω

(그는) 모욕해라

쌍수 διαβάλλετον

(너희 둘은) 모욕해라

διαβαλλέτων

(그 둘은) 모욕해라

복수 διαβάλλετε

(너희는) 모욕해라

διαβαλλόντων, διαβαλλέτωσαν

(그들은) 모욕해라

부정사 διαβάλλειν

모욕하는 것

분사 남성여성중성
διαβαλλων

διαβαλλοντος

διαβαλλουσα

διαβαλλουσης

διαβαλλον

διαβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαβάλλομαι

(나는) 모욕된다

διαβάλλει, διαβάλλῃ

(너는) 모욕된다

διαβάλλεται

(그는) 모욕된다

쌍수 διαβάλλεσθον

(너희 둘은) 모욕된다

διαβάλλεσθον

(그 둘은) 모욕된다

복수 διαβαλλόμεθα

(우리는) 모욕된다

διαβάλλεσθε

(너희는) 모욕된다

διαβάλλονται

(그들은) 모욕된다

접속법단수 διαβάλλωμαι

(나는) 모욕되자

διαβάλλῃ

(너는) 모욕되자

διαβάλληται

(그는) 모욕되자

쌍수 διαβάλλησθον

(너희 둘은) 모욕되자

διαβάλλησθον

(그 둘은) 모욕되자

복수 διαβαλλώμεθα

(우리는) 모욕되자

διαβάλλησθε

(너희는) 모욕되자

διαβάλλωνται

(그들은) 모욕되자

기원법단수 διαβαλλοίμην

(나는) 모욕되기를 (바라다)

διαβάλλοιο

(너는) 모욕되기를 (바라다)

διαβάλλοιτο

(그는) 모욕되기를 (바라다)

쌍수 διαβάλλοισθον

(너희 둘은) 모욕되기를 (바라다)

διαβαλλοίσθην

(그 둘은) 모욕되기를 (바라다)

복수 διαβαλλοίμεθα

(우리는) 모욕되기를 (바라다)

διαβάλλοισθε

(너희는) 모욕되기를 (바라다)

διαβάλλοιντο

(그들은) 모욕되기를 (바라다)

명령법단수 διαβάλλου

(너는) 모욕되어라

διαβαλλέσθω

(그는) 모욕되어라

쌍수 διαβάλλεσθον

(너희 둘은) 모욕되어라

διαβαλλέσθων

(그 둘은) 모욕되어라

복수 διαβάλλεσθε

(너희는) 모욕되어라

διαβαλλέσθων, διαβαλλέσθωσαν

(그들은) 모욕되어라

부정사 διαβάλλεσθαι

모욕되는 것

분사 남성여성중성
διαβαλλομενος

διαβαλλομενου

διαβαλλομενη

διαβαλλομενης

διαβαλλομενον

διαβαλλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαβαλῶ

(나는) 모욕하겠다

διαβαλεῖς

(너는) 모욕하겠다

διαβαλεῖ

(그는) 모욕하겠다

쌍수 διαβαλεῖτον

(너희 둘은) 모욕하겠다

διαβαλεῖτον

(그 둘은) 모욕하겠다

복수 διαβαλοῦμεν

(우리는) 모욕하겠다

διαβαλεῖτε

(너희는) 모욕하겠다

διαβαλοῦσιν*

(그들은) 모욕하겠다

기원법단수 διαβαλοῖμι

(나는) 모욕하겠기를 (바라다)

διαβαλοῖς

(너는) 모욕하겠기를 (바라다)

διαβαλοῖ

(그는) 모욕하겠기를 (바라다)

쌍수 διαβαλοῖτον

(너희 둘은) 모욕하겠기를 (바라다)

διαβαλοίτην

(그 둘은) 모욕하겠기를 (바라다)

복수 διαβαλοῖμεν

(우리는) 모욕하겠기를 (바라다)

διαβαλοῖτε

(너희는) 모욕하겠기를 (바라다)

διαβαλοῖεν

(그들은) 모욕하겠기를 (바라다)

부정사 διαβαλεῖν

모욕할 것

분사 남성여성중성
διαβαλων

διαβαλουντος

διαβαλουσα

διαβαλουσης

διαβαλουν

διαβαλουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαβαλοῦμαι

(나는) 모욕되겠다

διαβαλεῖ, διαβαλῇ

(너는) 모욕되겠다

διαβαλεῖται

(그는) 모욕되겠다

쌍수 διαβαλεῖσθον

(너희 둘은) 모욕되겠다

διαβαλεῖσθον

(그 둘은) 모욕되겠다

복수 διαβαλούμεθα

(우리는) 모욕되겠다

διαβαλεῖσθε

(너희는) 모욕되겠다

διαβαλοῦνται

(그들은) 모욕되겠다

기원법단수 διαβαλοίμην

(나는) 모욕되겠기를 (바라다)

διαβαλοῖο

(너는) 모욕되겠기를 (바라다)

διαβαλοῖτο

(그는) 모욕되겠기를 (바라다)

쌍수 διαβαλοῖσθον

(너희 둘은) 모욕되겠기를 (바라다)

διαβαλοίσθην

(그 둘은) 모욕되겠기를 (바라다)

복수 διαβαλοίμεθα

(우리는) 모욕되겠기를 (바라다)

διαβαλοῖσθε

(너희는) 모욕되겠기를 (바라다)

διαβαλοῖντο

(그들은) 모욕되겠기를 (바라다)

부정사 διαβαλεῖσθαι

모욕될 것

분사 남성여성중성
διαβαλουμενος

διαβαλουμενου

διαβαλουμενη

διαβαλουμενης

διαβαλουμενον

διαβαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέβαλλον

(나는) 모욕하고 있었다

διέβαλλες

(너는) 모욕하고 있었다

διέβαλλεν*

(그는) 모욕하고 있었다

쌍수 διεβάλλετον

(너희 둘은) 모욕하고 있었다

διεβαλλέτην

(그 둘은) 모욕하고 있었다

복수 διεβάλλομεν

(우리는) 모욕하고 있었다

διεβάλλετε

(너희는) 모욕하고 있었다

διέβαλλον

(그들은) 모욕하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεβαλλόμην

(나는) 모욕되고 있었다

διεβάλλου

(너는) 모욕되고 있었다

διεβάλλετο

(그는) 모욕되고 있었다

쌍수 διεβάλλεσθον

(너희 둘은) 모욕되고 있었다

διεβαλλέσθην

(그 둘은) 모욕되고 있었다

복수 διεβαλλόμεθα

(우리는) 모욕되고 있었다

διεβάλλεσθε

(너희는) 모욕되고 있었다

διεβάλλοντο

(그들은) 모욕되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τότε πρῶτον Ἀπελλοῦ καί Μεγαλέου καί τινων αὐλικῶν ἄλλων διαβαλλόντων τὸν Ἄρατον ἀναπεισθεὶσ ὁ βασιλεὺσ, καί συναρχαιρεσιάσασ τοῖσ ἀπὸ τῆσ ἐναντίασ στάσεωσ, ἐσπούδασε τοὺσ Ἀχαιοὺσ ἑλέσθαι στρατηγὸν Ἐπήρατον. (Plutarch, Aratus, chapter 48 1:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 48 1:1)

  • ᾗ δ’ ἂν οὕτωσ ἐγένετο, εἴπερ ἐγίγνετο, κάλλιστα, ὤκνει ὡσ δὴ μανθάνων καὶ ἀκούων τῶν περὶ φιλοσοφίαν λόγων οἰκειοῦσθαι καὶ ἐμοὶ συγγίγνεσθαι, φοβούμενοσ τοὺσ τῶν διαβαλλόντων λόγουσ, μή πῃ παραποδισθείη καὶ δίων δὴ πάντα εἰή διαπεπραγμένοσ. (Plato, Epistles, Letter 7 43:4)

    (플라톤, Epistles, Letter 7 43:4)

  • "ἐμὲ δ’" εἶπον ὅτι "σὺ μετὰ τῶν ἄλλων βίᾳ τινὰ τρόπον σύσσιτον καὶ συνέστιον καὶ κοινωνὸν ἱερῶν Διονυσίῳ ἐποίησασ, ὃσ ἴσωσ ἡγεῖτο διαβαλλόντων πολλῶν ἐπιβουλεύειν ἐμὲ μετὰ σοῦ ἑαυτῷ καὶ τῇ τυραννίδι, καὶ ὅμωσ οὐκ ἀπέκτεινεν, ᾐδέσθη δέ. (Plato, Epistles, Letter 7 175:1)

    (플라톤, Epistles, Letter 7 175:1)

  • μὴ οὖν σε διαβαλλόντων πρὸσ τοὺσ ἀνθρώπουσ οἱ κήδεσθαί σου φάσκοντεσ· (Plato, Epistles, Letter 13 22:5)

    (플라톤, Epistles, Letter 13 22:5)

  • ἐγκαλῶν γὰρ ἡμῖν τοῖσ διαβάλλουσι τὸν Φίλιππον, καὶ ὑμῖν ἐμέμφετο ὅτι ὡρμηκότοσ αὐτοῦ εὖ ποιεῖν ὑμᾶσ καὶ προῃρημένου μάλιστα τῶν Ἑλλήνων φίλουσ κεκτῆσθαι αὐτοὶ κωλύετε, ἀποδεχόμενοι τοὺσ λόγουσ τῶν συκοφαντούντων καὶ χρήματα ἐκεῖνον αἰτούντων καὶ διαβαλλόντων· (Demosthenes, Speeches, 28:2)

    (데모스테네스, Speeches, 28:2)

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION