- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξανθός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: xanthos 고전 발음: [산토] 신약 발음: [산토]

기본형: ξανθός

형태분석: ξανθ (어간) + ος (어미)

  1. 누런, 노란, 누른
  2. 아름다운, 매력적인, 예쁜
  1. yellow (of various shades), golden
  2. fair, blond (of hair)

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ξανθός

누런 (이)가

ξανθή

누런 (이)가

ξάνθον

누런 (것)가

속격 ξανθοῦ

누런 (이)의

ξανθῆς

누런 (이)의

ξάνθου

누런 (것)의

여격 ξανθῷ

누런 (이)에게

ξανθῇ

누런 (이)에게

ξάνθῳ

누런 (것)에게

대격 ξανθόν

누런 (이)를

ξανθήν

누런 (이)를

ξάνθον

누런 (것)를

호격 ξανθέ

누런 (이)야

ξανθή

누런 (이)야

ξάνθον

누런 (것)야

쌍수주/대/호 ξανθώ

누런 (이)들이

ξανθά

누런 (이)들이

ξάνθω

누런 (것)들이

속/여 ξανθοῖν

누런 (이)들의

ξανθαῖν

누런 (이)들의

ξάνθοιν

누런 (것)들의

복수주격 ξανθοί

누런 (이)들이

ξανθαί

누런 (이)들이

ξάνθα

누런 (것)들이

속격 ξανθῶν

누런 (이)들의

ξανθῶν

누런 (이)들의

ξάνθων

누런 (것)들의

여격 ξανθοῖς

누런 (이)들에게

ξανθαῖς

누런 (이)들에게

ξάνθοις

누런 (것)들에게

대격 ξανθούς

누런 (이)들을

ξανθάς

누런 (이)들을

ξάνθα

누런 (것)들을

호격 ξανθοί

누런 (이)들아

ξανθαί

누런 (이)들아

ξάνθα

누런 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ξανθός

ξανθοῦ

누런 (이)의

ξανθότερος

ξανθοτεροῦ

더 누런 (이)의

ξανθότατος

ξανθοτατοῦ

가장 누런 (이)의

부사 ξάνθως

ξανθότερον

ξανθότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δ ἦ νέος τε κἄτι σώματος κρατῶν, λαβὼν ἂν ἔγχος τοῦδε τοὺς ξανθοὺς πλόκους καθῃμάτως ἄν, ὥστ Ἀτλαντικῶν πέραν φεύγειν ὁρ´ων ἂν δειλίᾳ τοὐμὸν δόρυ. (Euripides, Heracles, episode 2:10)

    (에우리피데스, Heracles, episode 2:10)

  • ἥξει δὴ Σιμόεντα καὶ δίνας ἀργυροειδεῖς ἄγυρις Ἑλλάνων στρατιᾶς ἀνά τε ναυσὶν καὶ σὺν ὅπλοις Ἴλιον ἐς τὸ Τροίας Φοιβήιον δάπεδον, τὰν Κασάνδραν ἵν ἀκούω ῥίπτειν ξανθοὺς πλοκάμους χλωροκόμῳ στεφάνῳ δάφνας κοσμηθεῖσαν, ὅταν θεοῦ μαντόσυνοι πνεύσως ἀνάγκαι. (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, choral, strophe 11)

  • ἢ τάχ᾿ ἄν τις αὐτῶν καὶ προσέροιτό με, Εἰπέ μοι, λέγων, ὦ Λυκῖνε, εἰ τις Αἰθίοψ μηδεπώποτε ἄλλους ἀνθρώπους ἰδών, οἱοῖ ἡμεῖς ἐσμεν, διὰ τὸ μὴ ἀποδεδημηκέναι τὸ παράπιν, ἔν τινι συλλόγῳ τῶν Αἰθιόπων διισχυρίζοιτο καὶ λέγοι μηδαμόθι τῆς γῆς ἀνθρώπους εἶναι λευκοὺς ἢ ξανθοὺς μηδὲ ἄλλο τι ἢ μέλανας, ἆρα πιστεύοιτ᾿ ἂν ὑπ᾿ αὐτῶν· (Lucian, 64:2)

    (루키아노스, 64:2)

  • τοὺς λευκοὺς ἀγαπῶ, φιλέω δ ἅμα τοὺς μελιχρώδεις καὶ ξανθούς, στέργω δ ἔμπαλι τοὺς μέλανας. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 51)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 51)

  • ἐν δὲ καὶ ἐκ λειμῶνος ἀμωμήτοιο σελίνου βαιὰ διακνίζων ἄνθεα Παρθενίδος, λείψανὰ τ εὐκαρπεῦντα μελιστάκτων ἀπὸ Μουσέων, ξανθοὺς ἐκ καλάμης Βακχυλίδεω στάχυας: (Unknown, Greek Anthology, book 4, chapter 1 6:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 4, chapter 1 6:1)

유의어

  1. 누런

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION