Ancient Greek-English Dictionary Language

αὐτοκράτωρ

Third declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: αὐτοκράτωρ αὐτοκράτορος

Structure: αὐτοκρατωρ (Stem)

Etym.: krate/w

Sense

  1. absolute ruler; autocrat
  2. a title applied to such ruler; equivalent of Latin title imperator

Examples

  • ἦσαν γὰρ περίφρονεσ τῶν παθῶν καὶ αὐτοκράτορεσ τῶν ἀλγηδόνων, (Septuagint, Liber Maccabees IV 8:28)
  • τούτων περὶ πάντων αὐτοκράτορεσ ἥκομεν. (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene, strophe 1 1:30)
  • ἐκ δὲ τούτου κακῶσ φερομένῳ τῷ Νικίᾳ παρῆσαν ὥσπερ κατὰ τύχην πρέσβεισ ἀπὸ τῆσ Λακεδαίμονοσ, αὐτόθεν τε λόγουσ ἐπιεικεῖσ ἔχοντεσ καὶ πρὸσ πᾶν τὸ συμβιβαστικὸν καὶ δίκαιον αὐτοκράτορεσ ἥκειν φάσκοντεσ. (Plutarch, , chapter 14 6:1)
  • "φέρε δή, τὴν εὐήθειαν ταύτην ἀφέντεσ, εἰ βούλεσθε χρήσασθαι μετρίοισ Ἀθηναίοισ καὶ μηδὲν ἐκβιασθῆναι παρὰ γνώμην, οὕτω διαλέγεσθε περὶ τῶν δικαίων ὡσ οὐκ ὄντεσ αὐτοκράτορεσ. (Plutarch, , chapter 14 7:5)
  • ἐρωτώμενοι δ’ ὑπὸ τοῦ Ἀλκιβιάδου πάνυ φιλανθρώπωσ ἐφ’ οἷσ ἀφιγμένοι τυγχάνουσιν, οὐκ ἔφασαν ἥκειν αὐτοκράτορεσ. (Plutarch, , chapter 14 8:3)

Synonyms

  1. absolute ruler

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION