헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντικαταλλάσσομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντικαταλλάσσομαι

형태분석: ἀντικαταλλάσς (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 주고받다, 교환하다, 둘러보다
  2. 주다, 연회를 베풀다, 혼을 불어넣다
  3. 얻다, 받다, 받아들이다
  1. to exchange, for
  2. to give, for
  3. to receive, in exchange for

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντικαταλλάσσομαι

(나는) 주고받는다

ἀντικαταλλάσσει, ἀντικαταλλάσσῃ

(너는) 주고받는다

ἀντικαταλλάσσεται

(그는) 주고받는다

쌍수 ἀντικαταλλάσσεσθον

(너희 둘은) 주고받는다

ἀντικαταλλάσσεσθον

(그 둘은) 주고받는다

복수 ἀντικαταλλασσόμεθα

(우리는) 주고받는다

ἀντικαταλλάσσεσθε

(너희는) 주고받는다

ἀντικαταλλάσσονται

(그들은) 주고받는다

접속법단수 ἀντικαταλλάσσωμαι

(나는) 주고받자

ἀντικαταλλάσσῃ

(너는) 주고받자

ἀντικαταλλάσσηται

(그는) 주고받자

쌍수 ἀντικαταλλάσσησθον

(너희 둘은) 주고받자

ἀντικαταλλάσσησθον

(그 둘은) 주고받자

복수 ἀντικαταλλασσώμεθα

(우리는) 주고받자

ἀντικαταλλάσσησθε

(너희는) 주고받자

ἀντικαταλλάσσωνται

(그들은) 주고받자

기원법단수 ἀντικαταλλασσοίμην

(나는) 주고받기를 (바라다)

ἀντικαταλλάσσοιο

(너는) 주고받기를 (바라다)

ἀντικαταλλάσσοιτο

(그는) 주고받기를 (바라다)

쌍수 ἀντικαταλλάσσοισθον

(너희 둘은) 주고받기를 (바라다)

ἀντικαταλλασσοίσθην

(그 둘은) 주고받기를 (바라다)

복수 ἀντικαταλλασσοίμεθα

(우리는) 주고받기를 (바라다)

ἀντικαταλλάσσοισθε

(너희는) 주고받기를 (바라다)

ἀντικαταλλάσσοιντο

(그들은) 주고받기를 (바라다)

명령법단수 ἀντικαταλλάσσου

(너는) 주고받아라

ἀντικαταλλασσέσθω

(그는) 주고받아라

쌍수 ἀντικαταλλάσσεσθον

(너희 둘은) 주고받아라

ἀντικαταλλασσέσθων

(그 둘은) 주고받아라

복수 ἀντικαταλλάσσεσθε

(너희는) 주고받아라

ἀντικαταλλασσέσθων, ἀντικαταλλασσέσθωσαν

(그들은) 주고받아라

부정사 ἀντικαταλλάσσεσθαι

주고받는 것

분사 남성여성중성
ἀντικαταλλασσομενος

ἀντικαταλλασσομενου

ἀντικαταλλασσομενη

ἀντικαταλλασσομενης

ἀντικαταλλασσομενον

ἀντικαταλλασσομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠντικαταλλασσόμην

(나는) 주고받고 있었다

ἠντικαταλλάσσου

(너는) 주고받고 있었다

ἠντικαταλλάσσετο

(그는) 주고받고 있었다

쌍수 ἠντικαταλλάσσεσθον

(너희 둘은) 주고받고 있었다

ἠντικαταλλασσέσθην

(그 둘은) 주고받고 있었다

복수 ἠντικαταλλασσόμεθα

(우리는) 주고받고 있었다

ἠντικαταλλάσσεσθε

(너희는) 주고받고 있었다

ἠντικαταλλάσσοντο

(그들은) 주고받고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 주고받다

  2. 주다

  3. 얻다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION