헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνομολογούμενος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνομολογούμενος ἀνομολογούμενη ἀνομολογούμενον

형태분석: ἀ (접두사) + νομολογουμεν (어간) + ος (어미)

  1. 부적당한, 어울리지 않는
  1. not agreeing, inconsistent

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀνομολογούμενος

부적당한 (이)가

ἀνομολογούμένη

부적당한 (이)가

ἀνομολογούμενον

부적당한 (것)가

속격 ἀνομολογουμένου

부적당한 (이)의

ἀνομολογούμένης

부적당한 (이)의

ἀνομολογουμένου

부적당한 (것)의

여격 ἀνομολογουμένῳ

부적당한 (이)에게

ἀνομολογούμένῃ

부적당한 (이)에게

ἀνομολογουμένῳ

부적당한 (것)에게

대격 ἀνομολογούμενον

부적당한 (이)를

ἀνομολογούμένην

부적당한 (이)를

ἀνομολογούμενον

부적당한 (것)를

호격 ἀνομολογούμενε

부적당한 (이)야

ἀνομολογούμένη

부적당한 (이)야

ἀνομολογούμενον

부적당한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀνομολογουμένω

부적당한 (이)들이

ἀνομολογούμένᾱ

부적당한 (이)들이

ἀνομολογουμένω

부적당한 (것)들이

속/여 ἀνομολογουμένοιν

부적당한 (이)들의

ἀνομολογούμέναιν

부적당한 (이)들의

ἀνομολογουμένοιν

부적당한 (것)들의

복수주격 ἀνομολογούμενοι

부적당한 (이)들이

ἀνομολογού́μεναι

부적당한 (이)들이

ἀνομολογούμενα

부적당한 (것)들이

속격 ἀνομολογουμένων

부적당한 (이)들의

ἀνομολογούμενῶν

부적당한 (이)들의

ἀνομολογουμένων

부적당한 (것)들의

여격 ἀνομολογουμένοις

부적당한 (이)들에게

ἀνομολογούμέναις

부적당한 (이)들에게

ἀνομολογουμένοις

부적당한 (것)들에게

대격 ἀνομολογουμένους

부적당한 (이)들을

ἀνομολογούμένᾱς

부적당한 (이)들을

ἀνομολογούμενα

부적당한 (것)들을

호격 ἀνομολογούμενοι

부적당한 (이)들아

ἀνομολογού́μεναι

부적당한 (이)들아

ἀνομολογούμενα

부적당한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νῦν μὲν γὰρ ἐκ τῶν ἀνομολογουμένων ἔχειν τὸ ἀγαθόν, ἐξ ἐκείνων τὰ ὁμολογούμενα εἶναι ἀγαθὰ δεικνύουσιν, ἐξ ἀριθμῶν, ὅτι ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ὑγίεια ἀγαθόν· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 1 102:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 1 102:2)

유의어

  1. 부적당한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION