헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνακάμπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνακάμπτω

형태분석: ἀνα (접두사) + κάμπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 되돌아가다, 반환하다, 갚다, 되돌려주다
  1. to bend back, to bend one's steps, return

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνακάμπτω

(나는) 되돌아간다

ἀνακάμπτεις

(너는) 되돌아간다

ἀνακάμπτει

(그는) 되돌아간다

쌍수 ἀνακάμπτετον

(너희 둘은) 되돌아간다

ἀνακάμπτετον

(그 둘은) 되돌아간다

복수 ἀνακάμπτομεν

(우리는) 되돌아간다

ἀνακάμπτετε

(너희는) 되돌아간다

ἀνακάμπτουσιν*

(그들은) 되돌아간다

접속법단수 ἀνακάμπτω

(나는) 되돌아가자

ἀνακάμπτῃς

(너는) 되돌아가자

ἀνακάμπτῃ

(그는) 되돌아가자

쌍수 ἀνακάμπτητον

(너희 둘은) 되돌아가자

ἀνακάμπτητον

(그 둘은) 되돌아가자

복수 ἀνακάμπτωμεν

(우리는) 되돌아가자

ἀνακάμπτητε

(너희는) 되돌아가자

ἀνακάμπτωσιν*

(그들은) 되돌아가자

기원법단수 ἀνακάμπτοιμι

(나는) 되돌아가기를 (바라다)

ἀνακάμπτοις

(너는) 되돌아가기를 (바라다)

ἀνακάμπτοι

(그는) 되돌아가기를 (바라다)

쌍수 ἀνακάμπτοιτον

(너희 둘은) 되돌아가기를 (바라다)

ἀνακαμπτοίτην

(그 둘은) 되돌아가기를 (바라다)

복수 ἀνακάμπτοιμεν

(우리는) 되돌아가기를 (바라다)

ἀνακάμπτοιτε

(너희는) 되돌아가기를 (바라다)

ἀνακάμπτοιεν

(그들은) 되돌아가기를 (바라다)

명령법단수 ἀνακάμπτε

(너는) 되돌아가라

ἀνακαμπτέτω

(그는) 되돌아가라

쌍수 ἀνακάμπτετον

(너희 둘은) 되돌아가라

ἀνακαμπτέτων

(그 둘은) 되돌아가라

복수 ἀνακάμπτετε

(너희는) 되돌아가라

ἀνακαμπτόντων, ἀνακαμπτέτωσαν

(그들은) 되돌아가라

부정사 ἀνακάμπτειν

되돌아가는 것

분사 남성여성중성
ἀνακαμπτων

ἀνακαμπτοντος

ἀνακαμπτουσα

ἀνακαμπτουσης

ἀνακαμπτον

ἀνακαμπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνακάμπτομαι

(나는) 되돌아가여진다

ἀνακάμπτει, ἀνακάμπτῃ

(너는) 되돌아가여진다

ἀνακάμπτεται

(그는) 되돌아가여진다

쌍수 ἀνακάμπτεσθον

(너희 둘은) 되돌아가여진다

ἀνακάμπτεσθον

(그 둘은) 되돌아가여진다

복수 ἀνακαμπτόμεθα

(우리는) 되돌아가여진다

ἀνακάμπτεσθε

(너희는) 되돌아가여진다

ἀνακάμπτονται

(그들은) 되돌아가여진다

접속법단수 ἀνακάμπτωμαι

(나는) 되돌아가여지자

ἀνακάμπτῃ

(너는) 되돌아가여지자

ἀνακάμπτηται

(그는) 되돌아가여지자

쌍수 ἀνακάμπτησθον

(너희 둘은) 되돌아가여지자

ἀνακάμπτησθον

(그 둘은) 되돌아가여지자

복수 ἀνακαμπτώμεθα

(우리는) 되돌아가여지자

ἀνακάμπτησθε

(너희는) 되돌아가여지자

ἀνακάμπτωνται

(그들은) 되돌아가여지자

기원법단수 ἀνακαμπτοίμην

(나는) 되돌아가여지기를 (바라다)

ἀνακάμπτοιο

(너는) 되돌아가여지기를 (바라다)

ἀνακάμπτοιτο

(그는) 되돌아가여지기를 (바라다)

쌍수 ἀνακάμπτοισθον

(너희 둘은) 되돌아가여지기를 (바라다)

ἀνακαμπτοίσθην

(그 둘은) 되돌아가여지기를 (바라다)

복수 ἀνακαμπτοίμεθα

(우리는) 되돌아가여지기를 (바라다)

ἀνακάμπτοισθε

(너희는) 되돌아가여지기를 (바라다)

ἀνακάμπτοιντο

(그들은) 되돌아가여지기를 (바라다)

명령법단수 ἀνακάμπτου

(너는) 되돌아가여져라

ἀνακαμπτέσθω

(그는) 되돌아가여져라

쌍수 ἀνακάμπτεσθον

(너희 둘은) 되돌아가여져라

ἀνακαμπτέσθων

(그 둘은) 되돌아가여져라

복수 ἀνακάμπτεσθε

(너희는) 되돌아가여져라

ἀνακαμπτέσθων, ἀνακαμπτέσθωσαν

(그들은) 되돌아가여져라

부정사 ἀνακάμπτεσθαι

되돌아가여지는 것

분사 남성여성중성
ἀνακαμπτομενος

ἀνακαμπτομενου

ἀνακαμπτομενη

ἀνακαμπτομενης

ἀνακαμπτομενον

ἀνακαμπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνέκαμπτον

(나는) 되돌아가고 있었다

ἀνέκαμπτες

(너는) 되돌아가고 있었다

ἀνέκαμπτεν*

(그는) 되돌아가고 있었다

쌍수 ἀνεκάμπτετον

(너희 둘은) 되돌아가고 있었다

ἀνεκαμπτέτην

(그 둘은) 되돌아가고 있었다

복수 ἀνεκάμπτομεν

(우리는) 되돌아가고 있었다

ἀνεκάμπτετε

(너희는) 되돌아가고 있었다

ἀνέκαμπτον

(그들은) 되돌아가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεκαμπτόμην

(나는) 되돌아가여지고 있었다

ἀνεκάμπτου

(너는) 되돌아가여지고 있었다

ἀνεκάμπτετο

(그는) 되돌아가여지고 있었다

쌍수 ἀνεκάμπτεσθον

(너희 둘은) 되돌아가여지고 있었다

ἀνεκαμπτέσθην

(그 둘은) 되돌아가여지고 있었다

복수 ἀνεκαμπτόμεθα

(우리는) 되돌아가여지고 있었다

ἀνεκάμπτεσθε

(너희는) 되돌아가여지고 있었다

ἀνεκάμπτοντο

(그들은) 되돌아가여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πάντα, ὅσα ἀπὸ γῆσ, εἰσ γῆν ἀναστρέφει, καὶ ἀπὸ ὑδάτων εἰσ θάλασσαν ἀνακάμπτει. (Septuagint, Liber Sirach 40:11)

    (70인역 성경, Liber Sirach 40:11)

  • καθόλου μὲν γὰρ οὐδέν ἐστι φύσει τῶν ἐν κύκλῳ περιφερομένων οὔτ’ ἔσχατον οὔτε πρῶτον, νόμῳ δ’ ἄλλην ἄλλοι τοῦ χρόνου λαμβάνουσιν ἀρχὴν ἄριστα δ’ οἱ τὴν μετὰ τροπὰσ χειμερινὰσ λαμβάνοντεσ, ὁπηνίκα τοῦ πρόσω βαδίζειν πεπαυμένοσ ὁ ἥλιοσ ἐπιστρέφει καὶ ἀνακάμπτει πάλιν πρὸσ ἡμᾶσ· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 19 3:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 19 3:2)

  • ἄριστα δ’ οἱ τὴν μετὰ τροπὰσ χειμερινὰσ λαμβάνοντεσ, ὁπηνίκα τοῦ πρόσω βαδίζειν πεπαυμένοσ ὁ ἥλιοσ ἐπιστρέφει καὶ ἀνακάμπτει πάλιν πρὸσ ἡμᾶσ· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 19 10:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 19 10:1)

  • διὸ ἐκεῖνα μὲν οὐκ ἀνακάμπτει εἰσ ἄλληλα, οὐδὲ γίγνεται ἐξ ἀνδρὸσ παῖσ οὐ γὰρ γίγνεται ἐκ τῆσ γενέσεωσ τὸ γιγνόμενον ἀλλ’ <ὃ> ἔστι μετὰ τὴν γένεσιν· (Aristotle, Metaphysics, Book 2 21:2)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 2 21:2)

  • θάτερα δὲ ἀνακάμπτει. (Aristotle, Metaphysics, Book 2 23:3)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 2 23:3)

유의어

  1. 되돌아가다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION