Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄμορος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄμορος ἄμορᾱ ἄμορον

Structure: ἀμορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poet. a)/mmoros

Sense

  1. unlucky, wretched

Examples

  • μιλιτιβυσ αδυλεσξεντεμ ιντερφεξερυντ, θυο ιντερφεξτο αβ ομνι εχερξιτυ ετ αβ ομνιβυσ γαλλισ ποστυμυσ γραταντερ αξξεπτυσ ταλεμ σε πραεβυιτ περ αννοσ σεπτεμ υτ γαλλιασ ινσταυραϝεριτ, ξυμ γαλλιενυσ λυχυριαε ετ ποπινισ ϝαξαρετ ετ αμορε βαρβαραε μυλιερισ ξονσενεσξερετ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, tyranni triginta, postumus 4:1)
  • λονγιυσ αμορε ιμπερατορισ οπτιμι προγρεδιορ θυαμ πεδεστρισ σερμο δεσιδερατ, θυαρε αδδαμ ιλλυδ θυοδ πραεξιπυε ταντο ϝιρο φαταλεμ προπεραϝιτ νεξεσσιτατεμ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, probus, chapter 21 1:1)
  • φυιτθυε ιν αμορε τραιανι, νεξ ταμεν ει περ παεδαγογοσ πυερορυμ θυοσ τραιανυσ ιμπενσιυσ διλιγεβατ, γαλλο φαϝεντε δεφυιτ, θυο θυιδεμ τεμπορε ξυμ σολλιξιτυσ δε ιμπερατορισ εργα σε ιυδιξιο, ϝεργιλιανασ σορτεσ ξονσυλερετ, θυισ προξυλ ιλλε αυτεμ ραμισ ινσιγνισ ολιϝαε σαξρα φερενσ̣ (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, de vita hadriani, chapter 2 7:1)
  • ετ ηοξ θυιδεμ ϝιτιοσισσιμυμ πυταντ ατθυε ηυιξ αδιυνγυντ θυαε δε αδυλτορυμ αμορε αξ νυπταρυμ αδυλτεριισ, θυιβυσ ηαδριανυσ λαβορασσε διξιτυρ, αδσερυντ, ιυνγεντεσ θυοδ νε αμιξισ θυιδεμ σερϝαϝεριτ φιδεμ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, de vita hadriani, chapter 11 7:1)
  • φαυστιναμ θυονδαμ, πιι φιλιαμ, μαρξι υχορεμ, ξυμ γλαδιατορεσ τρανσιρε ϝιδισσετ, υνιυσ εχ ηισ αμορε συξξενσαμ, ευμ λονγα αεγριτυδινε λαβοραρετ, ϝιρο δε αμορε ξονφεσσαμ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, marcus antoninus philosophus, chapter 19 2:1)

Synonyms

  1. unlucky

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION