헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἅμμα

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἅμμα ἅμματος

형태분석: ἁμματ (어간)

어원: a(/ptw

  1. 묶인 것
  2. 매듭
  3. 올가미
  4. 거들, 띠
  5. 레슬링 선수의 팔
  1. anything tied or made to tie
  2. a knot
  3. a noose, halter
  4. a band, girdle
  5. the wrestler's arms or hug

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἅμμα

묶인 것이

ά̔μματε

묶인 것들이

ά̔μματα

묶인 것들이

속격 ά̔μματος

묶인 것의

ἁμμάτοιν

묶인 것들의

ἁμμάτων

묶인 것들의

여격 ά̔μματι

묶인 것에게

ἁμμάτοιν

묶인 것들에게

ά̔μμασιν*

묶인 것들에게

대격 ἅμμα

묶인 것을

ά̔μματε

묶인 것들을

ά̔μματα

묶인 것들을

호격 ά̔μμα

묶인 것아

ά̔μματε

묶인 것들아

ά̔μματα

묶인 것들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μισήσασ δ’ ἀβληχὲσ ἐπαύλιον, ἅμματι πήρησ ἐκ ταύτησ βιοτὴν ἀχράδοσ ἐκρέμασεν. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 149 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 149 1:1)

  • καὶ πρόμοσ εὐκαμάτων Πομπήιοσ Αὐσονιήων, φαιδρὸν ἰσαυροφόνων κειμήλιον ἠνορεάων, στειβομένασ ὑπὸ ποσσὶν Ἰσαυρίδασ εἶχε μαχαίρασ, σημαίνων ὅτι δοῦλον ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα Ταύρου εἴρυσεν, ἀρρήκτῳ πεπεδημένον ἅμματι Νίκησ. (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 79:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 79:2)

  • ἀλλά σε τὴν ῥοδόπηχυν, ἐμῆσ ἀνάθημα μερίμνησ, ὑγρὸν ἐνιπλέξασ ἅμματι δεσμόν; (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2272)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 2272)

  • γρίπουσ τε, πλωτῶν τε πάγην, περιδινέα κύρτον, καὶ φελλὸν κρυφίων σῆμα λαχόντα βόλων, καὶ βαθὺν ἱππείησ πεπεδημένον ἅμματι χαίτησ, οὐκ ἄτερ ἀγκίστρων,λιμνοφυῆ δόνακα. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 23 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 23 1:1)

  • ἐκ ποτέ τισ φρικτοῖο θεᾶσ σεσοβημένοσ οἴστρῳ ῥομβητοὺσ δονέων λυσσομανεῖσ πλοκάμουσ, θηλυχίτων, ἀσκητὸσ ἐϋσπείροισι κορύμβοισ, ἁβρῷ τε στρεπτῶν ἅμματι κεκρυφάλων, ἴθρισ ἀνήρ, κοιλῶπιν ὀρειάδα δύσατο πέτραν, Ζανὸσ ἐλαστρησθεὶσ γυιοπαγεῖ νιφάδι. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 2191)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 2191)

유의어

  1. 매듭

  2. 올가미

  3. 거들

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION