헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αἰώρα

1군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αἰώρα

어원: a)ei/rw

  1. 올가미
  2. 진동, 동요
  1. a machine for suspending, a noose for hanging, a halter
  2. suspension, oscillation

예문

  • ὅπερ γὰρ αἰώρα πρὸσ γυμνάσιόν ἐστι, τοῦτο πρὸσ διάλεξιν ἀνάγνωσισ, ὥσπερ ἐπ’ ὀχήματοσ ἀλλοτρίου λόγου κινοῦσα μαλακῶσ καὶ διαφοροῦσα πράωσ τὴν φωνήν. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 16 7:1)

    (플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 16 7:1)

  • ἔστι δὲ ἄρα αὕτη ἡ αἰώρα διὰ φύσιν τοιάνδε τινά. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 897:3)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 897:3)

  • τοιγαροῦν οἱ μὲν βάρβαροι διαμένοντεσ ἐπὶ τῶν αὐτῶν ἀεὶ βεβαίωσ ἕκαστα λαμβάνουσιν, οἱ δ’ Ἕλληνεσ τοῦ κατὰ τὴν ἐργολαβίαν κέρδουσ στοχαζόμενοι καινὰσ αἱρέσεισ κτίζουσι, καὶ περὶ τῶν μεγίστων θεωρημάτων ἀλλήλοισ ἀντιδοξοῦντεσ διχονοεῖν ποιοῦσι τοὺσ μανθάνοντασ καὶ τὰσ ψυχὰσ αὐτῶν πλανᾶσθαι, τὸν πάντα βίον ἐν αἰώρᾳ γινομένασ καὶ μηδὲν ὅλωσ πιστεῦσαι δυναμένασ βεβαίωσ· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 29 6:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 29 6:1)

유의어

  1. 올가미

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION