Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄμετρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄμετρος

Structure: ἀμετρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: me/tron

Sense

  1. without measure, immense, excessive, boundless
  2. immoderate

Examples

  • καὶ ἑξῆσ περὶ ἀμέτρου οἴνου ἐκ γάρ οἱ Ἄτησ τε καὶ Ὕβριοσ αἶσ1’ ἅμ’ ὀπηδεῖ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 3 2:14)
  • οὐ γὰρ ἀπελαύνεται ῥυθμὸσ οὐδεὶσ ἐκ τῆσ ἀμέτρου λέξεωσ, ὥσπερ ἐκ τῆσ ἐμμέτρου. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 184)
  • περὶ δὲ τῆσ ἐμμελοῦσ τε καὶ ἐμμέτρου συνθέσεωσ τῆσ ἐχούσησ πολλὴν ὁμοιότητα πρὸσ τὴν πεζὴν λέξιν τοιαῦτά τινα λέγειν ἔχω, ὡσ πρώτη μέν ἐστιν αἰτία κἀνταῦθα τὸν αὐτὸν τρόπον ὅνπερ ἐπὶ τῆσ ἀμέτρου ποιητικῆσ ἡ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν ἁρμογή, δευτέρα δὲ ἡ τῶν κώλων σύνθεσισ, τρίτη δὲ ἡ τῶν περιόδων συμμετρία. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 261)
  • Πομπήιοσ μὲν οὖν ὑπὸ φιλαρχίασ ἀμέτρου ταῦτ’ ἔπραττε· (Plutarch, chapter 14 4:1)
  • καί συλλεγομένησ αὖθισ εἰσ τὸ στρατόπεδον τῷ Ἀννίβᾳ, τῆσ δυνάμεωσ ἀσφαλῶσ ἀνεχώρησεν, αὑτόν τε μεγαλαυχίασ ἀμέτρου καί θράσουσ τὸ στρατιωτικὸν ἐμπεπληκώσ. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 8 2:2)

Synonyms

  1. without measure

  2. immoderate

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION