ἀμάω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀμάω
ἀμήσω
ἤμησα
Structure:
ἀμά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: 어근
MA 에
a 호음조 현상 ; 참고. 라틴어
MET-O (베다)
Sense
- to reap corn, reaped, to reap
- to cut
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀμὴ καὶ δέοι ἡ τῶν ὀδόντων. (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 28 4:1)
- καὶ γὰρ ὁτιοῦν ὁτῳοῦν ἁμῇ γέ πῃ προσέοικεν. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 176:1)
- καὶ ἃ τότε ἔφαμεν ἄλλην δύναμιν ἔχειν καὶ οὐκ εἶναι τὸ ἕτερον οἱο͂ν τὸ ἕτερον, τὰ τοῦ προσώπου μόρια, ἁμῇ γέ πῃ προσέοικεν καὶ ἔστιν τὸ ἕτερον οἱο͂ν τὸ ἕτερον. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 176:3)
- τὸ δὲ ταὐτὸν ἕτερον ἀποφαίνειν ἁμῇ γέ πῃ καὶ τὸ θάτερον ταὐτὸν καὶ τὸ μέγα σμικρὸν καὶ τὸ ὅμοιον ἀνόμοιον, καὶ χαίρειν οὕτω τἀναντία ἀεὶ προφέροντα ἐν τοῖσ λόγοισ, οὔτε τισ ἔλεγχοσ οὗτοσ ἀληθινὸσ ἄρτι τε τῶν ὄντων τινὸσ ἐφαπτομένου δῆλοσ νεογενὴσ ὤν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 261:1)
- θαυμάζοιμεν ἂν οὖν εἰ ταὐτὸν τοῦτο ἡμῶν ἡ ψυχὴ φύσει περὶ τὰ τῶν πάντων στοιχεῖα πεπονθυῖα τοτὲ μὲν ὑπ’ ἀληθείασ περὶ ἓν ἕκαστον ἔν τισι συνίσταται, τοτὲ δὲ περὶ ἅπαντα ἐν ἑτέροισ αὖ φέρεται, καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ἁμῇ γέ πῃ τῶν συγκράσεων ὀρθῶσ δοξάζει, μετατιθέμενα δ’ εἰσ τὰσ τῶν πραγμάτων μακρὰσ καὶ μὴ ῥᾳδίουσ συλλαβὰσ ταὐτὰ ταῦτα πάλιν ἀγνοεῖ; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 129:4)
Synonyms
-
to reap corn
-
to cut
- ἐκκόπτω (to cut off)
- ἐντέμνω (to cut up)
- ἐπιτέμνω (to cut off)
- κατατέμνω (to cut, up)
- μιστύλλω (to cut up)
- θερίζω (to cut off)
- ἀποτμήγω (to cut off from)
- ἀπαμάω (to cut off)
- ἀποκόπτω (I cut off)
- ἀποθερίζω (to cut off)
- ἀποκόπτω ( I cut off)
- συγκατακόπτω (to cut up together)
- ἐπικείρω (to cut off, cut down)
- διατέμνω (to cut up, to be cut into)
- διαμάω (to cut through)
- προτέμνω (to cut up beforehand)
- ἐντέμνω (to cut in two)
- δατέομαι (to cut in two)
- συγκόπτω (to break up, cut up)
- κρεοκοπέω (to cut in pieces)
- καταμερίζω (to cut in pieces)
- κατακόπτω (to cut in pieces, "cut up, ")
- ἀνατέμνω (to cut open)
- ἐγκατατέμνω (to cut up among)
- ἐπικείρω (to cut short)
- ἀποκείρω (to cut off, slay)
- συντέμνω (to cut out, shape)
- ἐπικνίζω (to cut on the surface)
- ἀποτέμνω (to cut off, sever, having)
- διαρταμέω (to cut limb from limb)
- ἐγγλύφω (to cut in, carve)
Derived
- ἀμάω (to gather together, collect, having collected)
- ἀπαμάω (to cut off)
- διαμάω (to cut through, to scrape away, to get)
- ἐξαμάω (to mow or reap out, to finish mowing or reaping, to cut out)
- καταμάω (to scrape over, pile up, heap up)