Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀγράμματος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀγράμματος ἀγράμματος ἀγράμματον

Structure: ἀ (Prefix) + γραμματ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: gra/mma

Sense

  1. without learning, unlettered, illiterate
  2. Synonym of ἄγραπτος ‎(ágraptos)
  3. (of animals) unable to utter articulate sounds
  4. (of sounds) inarticulate

Examples

  • βοτὴρ δ’ ἐστὶν ἀγράμματοσ αὐτόθι δηλῶν τοὔνομα τοῦ Θησέωσ ἐπιγεγραμμένον οὕτωσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 80 1:1)
  • ἀγράμματοσ γάρ τισ κἀνταῦθα δηλοῖ τὴν τοῦ Θησέωσ ἐπιγραφὴν οὕτωσ γραφῆσ ὁ πρῶτοσ ἦν μεσόμφαλοσ κύκλοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 80 2:5)
  • οὐκοῦν ὁ μὲν ἑκὼν μὴ ὀρθῶσ γράφων γραμματικὸσ ἂν εἰή, ὁ δὲ ἄκων ἀγράμματοσ; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 2 21:6)
  • πᾶσ ὃσ ἂν ᾖ πτωχὸσ καὶ ἀγράμματοσ, οὐκέτ’ ἀλήθει, ὡσ τὸ πρίν, οὐδ’ αἴρει φορτία μισθαρίου· (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1541)
  • οὔτε γὰρ ἄδικοσ οὔτε ἀκόλαστοσ εἰή ἂν ἵπποσ ἢ σῦσ ἢ λέων, ὥσπερ οὐδὲ ἄμουσοσ οὐδὲ ἀγράμματοσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 8:7)

Synonyms

  1. Synonym of ἄγραπτος ‎

  2. inarticulate

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION