Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀγράμματος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀγράμματος ἀγράμματος ἀγράμματον

Structure: ἀ (Prefix) + γραμματ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: gra/mma

Sense

  1. without learning, unlettered, illiterate
  2. Synonym of ἄγραπτος ‎(ágraptos)
  3. (of animals) unable to utter articulate sounds
  4. (of sounds) inarticulate

Examples

  • "τοῦ δ’ Ἀρκεσιλάου τὸν Ἐπίκουρον οὐ μετρίωσ ἐοίκεν ἡ δόξα παραλυπεῖν, ἐν τοῖσ τότε χρόνοισ μάλιστα τῶν φιλοσόφων ἀγαπηθέντοσ μηδὲν γὰρ αὐτὸν ἴδιον λέγοντά φησιν ὑπόληψιν ἐμποιεῖν καὶ δόξαν ἀνθρώποισ ἀγραμμάτοισ ἅτε δὴ πολυγράμματοσ αὐτὸσ ὢν καὶ μεμουσωμένοσ. (Plutarch, Adversus Colotem, section 262)
  • ἀλλὰ τὸ τοῖσ πολλοῖσ γε οἶμαι καὶ ὡσ ἐπὶ τὸ πολὺ καί πωσ οὑτωσὶ παχυτέρωσ ἑκάστοισ τὸν νόμον θήσει, καὶ ἐν γράμμασιν ἀποδιδοὺσ καὶ ἐν ἀγραμμάτοισ, πατρίοισ δὲ ἔθεσι νομοθετῶν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 229:2)

Synonyms

  1. Synonym of ἄγραπτος ‎

  2. inarticulate

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION