- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀφοβία?

1군 변화 명사; 로마알파벳 전사: aphobia 고전 발음: [아포비아] 신약 발음: [아포비아]

기본형: ἀφοβία

어원: From ἄφοβος

  1. fearlessness

예문

  • τῶν δ ὑπερβαλλόντων ὁ μὲν τῇ ἀφοβίᾳ ἀνώνυμος πολλὰ δ ἐστὶν ἀνώνυμα, ὁ δ ἐν τῷ θαρρεῖν ὑπερβάλλων θρασύς, ὁ δ ἐν τῷ μὲν φοβεῖσθαι ὑπερβάλλων τῷ δὲ θαρρεῖν ἐλλείπων δειλός. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2 75:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 2 75:1)

  • τῶν δ ὑπερβαλλόντων ὁ μὲν τῇ ἀφοβίᾳ ἀνώνυμος εἴρηται δ ἡμῖν ἐν τοῖς πρότερον ὅτι πολλά ἐστιν ἀνώνυμα, εἰή δ ἄν τις μαινόμενος ἢ ἀνάλγητος, εἰ μηδὲν φοβοῖτο, μήτε σεισμὸν μήτε κύματα, καθάπερ φασὶ τοὺς Κελτούς: (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 3 98:6)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 3 98:6)

  • ὅνπερ δεῖ κάλλιστόν τ εἶναι καὶ πρεπωδέστατον τοῖς τῷ ὄντι παιδευομένοις, ἀταραξία ἀφοβία ἐλευθερία. (Epictetus, Works, book 2, 21:1)

    (에픽테토스, Works, book 2, 21:1)

  • οὐ γὰρ μικρὸν τὸ τηρούμενον, ἀλλ αἰδὼς καὶ πίστις καὶ εὐστάθεια, ἀπάθεια, ἀλυπία, ἀφοβία, ἀταραξία, ἁπλῶς ἐλευθερία. (Epictetus, Works, book 4, 7:1)

    (에픽테토스, Works, book 4, 7:1)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION