- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἁβρός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: habros 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἁβρός ἁβρά ἁβρόν

형태분석: ἁβρ (어간) + ος (어미)

어원: perhaps the same root as ἥβη?

  1. 섬세한, 부드러운, 예쁜, 우아한
  2. 화려한, 멋진
  3. 예쁜, 우아한
  4. 사치스러운
  1. (especially of the body) graceful, delicate, pretty
  2. (of things) splendid
  3. (of style) graceful, pretty
  4. (frequently with a notion of disparagement) dainty, luxurious; hence, delicate (a common epithet of Asiatics)

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἁβρός

섬세한 (이)가

ἁβρά

섬세한 (이)가

ἁβρόν

섬세한 (것)가

속격 ἁβροῦ

섬세한 (이)의

ἁβρᾶς

섬세한 (이)의

ἁβροῦ

섬세한 (것)의

여격 ἁβρῷ

섬세한 (이)에게

ἁβρᾷ

섬세한 (이)에게

ἁβρῷ

섬세한 (것)에게

대격 ἁβρόν

섬세한 (이)를

ἁβράν

섬세한 (이)를

ἁβρόν

섬세한 (것)를

호격 ἁβρέ

섬세한 (이)야

ἁβρά

섬세한 (이)야

ἁβρόν

섬세한 (것)야

쌍수주/대/호 ἁβρώ

섬세한 (이)들이

ἁβρά

섬세한 (이)들이

ἁβρώ

섬세한 (것)들이

속/여 ἁβροῖν

섬세한 (이)들의

ἁβραῖν

섬세한 (이)들의

ἁβροῖν

섬세한 (것)들의

복수주격 ἁβροί

섬세한 (이)들이

ἁβραί

섬세한 (이)들이

ἁβρά

섬세한 (것)들이

속격 ἁβρῶν

섬세한 (이)들의

ἁβρῶν

섬세한 (이)들의

ἁβρῶν

섬세한 (것)들의

여격 ἁβροῖς

섬세한 (이)들에게

ἁβραῖς

섬세한 (이)들에게

ἁβροῖς

섬세한 (것)들에게

대격 ἁβρούς

섬세한 (이)들을

ἁβράς

섬세한 (이)들을

ἁβρά

섬세한 (것)들을

호격 ἁβροί

섬세한 (이)들아

ἁβραί

섬세한 (이)들아

ἁβρά

섬세한 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἁβρός

ἁβροῦ

섬세한 (이)의

ἁβρότερος

ἁβροτεροῦ

더 섬세한 (이)의

ἁβρότατος

ἁβροτατοῦ

가장 섬세한 (이)의

부사 ἁβρώς

ἁβρότερον

ἁβρότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μάταν ἄρ, ὦ χρυσέαις ἐν οἰνοχόαις ἁβρὰ βαίνων, Λαομεδόντιε παῖ, Ζηνὸς ἔχεις κυλίκων πλήρωμα, καλλίσταν λατρείαν: (Euripides, The Trojan Women, choral, strophe 21)

    (에우리피데스, The Trojan Women, choral, strophe 21)

  • οὐ προκαλυπτομένα βοτρυχώδεος ἁβρὰ παρηίδος οὐδ ὑπὸ παρθενί- ας τὸν ὑπὸ βλεφάροις φοίνικ, ἐρύθημα προσώπου, αἰδομένα φέρομαι βάκχα νεκύ- ων, κράδεμνα δικοῦσα κόμας ἀπ ἐ- μᾶς, στολίδος κροκόεσσαν ἀνεῖσα τρυφάν, ἁγεμόνευμα νεκροῖσι πολύστονον. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric1)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric1)

  • πλοῦτον δ οὐκ ἐθαύμαζεν, ἀλλὰ καί φησιν ὁμοίως πλουτεῖν ᾧ τε πολὺς ἄργυρός ἐστι καὶ χρυσὸς καὶ γῆς πυροφόρου πεδία ἵπποι θ ἡμίονοί τε, καὶ ᾧ μόνα ταῦτα πάρεστι, γαστρί τε καὶ πλευρῇ καὶ ποσὶν ἁβρὰ παθεῖν, παιδός τ ἠδὲ γυναικός, ἐπὴν καὶ ταῦτ ἀφίκηται, ἥβη, σὺν δ ὡρ´η γίνεται ἁρμοδία. (Plutarch, , chapter 2 2:2)

    (플루타르코스, , chapter 2 2:2)

  • ἁ δ εὐῶπις ἁβρὰ τηλαυγεῖ παρ ὄχθῳ ἧστο, τὸν ὃν προσμένους ἀκοίταν. (Sophocles, Trachiniae, choral, epode3)

    (소포클레스, 트라키니아이, choral, epode3)

  • Ἶσόν τοι πλουτοῦσιν ὅτῳ πολὺς ἄργυρός ἐστι καὶ χρυσὸς καὶ γῆς πυροφόρου πεδία ἵπποι θ ἡμίονοί τε, καὶ ᾧ μόνα ταῦτα πάρεστι, γαστρί τε καὶ πλευρῇς καὶ ποσὶν ἁβρὰ παθεῖν: (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 203)

    (작자 미상, 비가, , 203)

  • καὶ ἔδωκε τῇ ἅβρᾳ αὐτῆς ἀσκοπυτίνην οἴνου καὶ καψάκην ἐλαίου καὶ πήραν ἐπλήρωσεν ἀλφίτων καὶ παλάθης καὶ ἄρτων καθαρῶν καὶ περιεδίπλωσε πάντα τὰ ἀγγεῖα αὐτῆς καὶ ἐπέθηκεν ἐπ᾿ αὐτῇ. (Septuagint, Liber Iudith 10:5)

    (70인역 성경, 유딧기 10:5)

  • καὶ ἐπέλεξαν ἐξ αὐτῶν ἄνδρας ἑκατὸν καὶ παρέζευξαν αὐτῇ καὶ τῇ ἅβρᾳ αὐτῆς, καὶ ἤγαγον αὐτὰς ἐπὶ τὴν σκηνὴν Ὀλοφέρνου. (Septuagint, Liber Iudith 10:17)

    (70인역 성경, 유딧기 10:17)

  • καὶ ἀπεκύλισε τὸ σῶμα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς στρωμνῆς καὶ ἀφεῖλε τὸ κωνωπεῖον ἀπὸ τῶν στύλων. καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐξῆλθε, καὶ παρέδωκε τῇ ἅβρᾳ αὐτῆς τὴν κεφαλὴν Ὀλοφέρνου, (Septuagint, Liber Iudith 13:9)

    (70인역 성경, 유딧기 13:9)

  • πολλάκις δὲ καὶ μεταξὺ τοῦ φιλοσόφου τι διεξιόντος ἡ ἅβρα προσελθοῦσα ὤρεξε παρὰ τοῦ μοιχοῦ γραμμάτιον, οἱ δὲ περὶ σωφροσύνης ἐκεῖνοι λόγοι ἑστᾶσι περιμένοντες, ἔστ ἂν ἐκείνη ἀντιγράψασα τῷ μοιχῷ ἐπαναδράμῃ πρὸς τὴν ἀκρόασιν. (Lucian, De mercede, (no name) 36:5)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 36:5)

유의어

  1. 화려한

  2. 사치스러운

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION