헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Θεσσαλικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Θεσσαλικός

형태분석: Θεσσαλικ (어간) + ος (어미)

  1. Thessalian, (in the phrase Θεσσᾰλῐκὸν ἕδος) denoting a sort of chair or couch

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 Θεσσαλικός

(이)가

Θεσσαλική

(이)가

Θεσσάλικον

(것)가

속격 Θεσσαλικοῦ

(이)의

Θεσσαλικῆς

(이)의

Θεσσαλίκου

(것)의

여격 Θεσσαλικῷ

(이)에게

Θεσσαλικῇ

(이)에게

Θεσσαλίκῳ

(것)에게

대격 Θεσσαλικόν

(이)를

Θεσσαλικήν

(이)를

Θεσσάλικον

(것)를

호격 Θεσσαλικέ

(이)야

Θεσσαλική

(이)야

Θεσσάλικον

(것)야

쌍수주/대/호 Θεσσαλικώ

(이)들이

Θεσσαλικᾱ́

(이)들이

Θεσσαλίκω

(것)들이

속/여 Θεσσαλικοῖν

(이)들의

Θεσσαλικαῖν

(이)들의

Θεσσαλίκοιν

(것)들의

복수주격 Θεσσαλικοί

(이)들이

Θεσσαλικαί

(이)들이

Θεσσάλικα

(것)들이

속격 Θεσσαλικῶν

(이)들의

Θεσσαλικῶν

(이)들의

Θεσσαλίκων

(것)들의

여격 Θεσσαλικοῖς

(이)들에게

Θεσσαλικαῖς

(이)들에게

Θεσσαλίκοις

(것)들에게

대격 Θεσσαλικούς

(이)들을

Θεσσαλικᾱ́ς

(이)들을

Θεσσάλικα

(것)들을

호격 Θεσσαλικοί

(이)들아

Θεσσαλικαί

(이)들아

Θεσσάλικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἤδη δ’ ὦν πόσιοσ τοὶ τέσσαρεσ ἐν βάθει ἦμεσ, χὡ Λαρισαῖοσ "τὸν ἐμὸν Λύκον" ᾆδεν ἀπ’ ἀρχᾶσ, Θεσσαλικόν τι μέλισμα, κακαὶ φρένεσ· (Theocritus, Idylls, 34)

    (테오크리토스, Idylls, 34)

  • Πάνυ μὴν ἱκανῶσ ἔχει, καὶ περὶ μέγα ἕδοσ θεσσαλικὸν ἀναγκάζειν, ἢν νεαρὸν ἐῄ τὸ ὀλίσθημα‧ ἐσκευάσθαι μέντοι χρὴ τὸ ξύλον οὕτωσ, ὥσπερ εἴρηται‧ ἀτὰρ τὸν ἄνθρωπον καθίσαι πλάγιον ἐπὶ τῷ δίφρῳ‧ κἄπειτα τὸν βραχίονα ξὺν τῷ ξύλῳ ὑπερβάλλειν ὑπὲρ τοῦ ἀνακλισμοῦ, καὶ ἐπὶ μὲν θάτερα τὸ σῶμα καταναγκάζειν, ἐπὶ δὲ θάτερα τὸν βραχίονα σὺν τῷ ξύλῳ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.9)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.9)

  • εἰή δ’ ἂν Θεσσαλικὸν τὸ γένοσ τῶν βοῶν τούτων, Ἰφίκλου ποτὲ τοῦ Πρωτεσιλάου πατρόσ· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 36 4:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 36 4:1)

  • περιφέρεται δὲ καὶ χρησμὸσ ἐκδοθεὶσ Αἰγιεῦσιν ἵππον Θεσσαλικόν, Λακεδαιμονίαν δὲ γυναῖκα, ἄνδρασ θ’ οἳ πίνουσιν ὕδωρ ἱερῆσ Ἀρεθούσησ, τοὺσ Χαλκιδέασ λέγων ὡσ ἀρίστουσ· (Strabo, Geography, Book 10, chapter 1 18:7)

    (스트라본, 지리학, Book 10, chapter 1 18:7)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION