Ancient Greek-English Dictionary Language

Κροτωνιάτης

First declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: Κροτωνιάτης Κροτωνιάτου

Structure: Κροτωνιατ (Stem) + ης (Ending)

Sense

  1. an inhabitant of Croton or Crotone, Calabria, Italy

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • συναπέστελλον δὲ μετ’ αὐτῶν πρὸσ τὸν Κατιλίναν Τίτον τινὰ Κροτωνιάτην, κομίζοντα τὰσ ἐπιστολάσ. (Plutarch, Cicero, chapter 18 4:1)
  • ἔγνω τήν πρὸσ τοὺσ ξένουσ κοινολογίαν καὶ νυκτὸσ ἐνεδρεύσασ ἔλαβε τὸν Κροτωνιάτην καὶ τὰ γράμματα, συνεργούντων ἀδήλωσ τῶν Ἀλλοβρίγων. (Plutarch, Cicero, chapter 18 5:1)
  • καὶ Λέντλοσ μὲν αὐτοῖσ συνέπεμπεν ἐσ Κατιλίναν Βουλτούρκιον, ἄνδρα Κροτωνιάτην, γράμματα χωρὶσ ὀνομάτων γεγραμμένα φέροντα· (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 1 4:6)
  • ἀνατεθῆναι δὲ ὑπὸ Λοκρῶν φησι τῶν πρὸσ Ζεφυρίῳ τῇ ἄκρᾳ, Πατροκλέα δὲ εἶναι Κατίλλου Κροτωνιάτην τὸν εἰργασμένον. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 19 9:4)
  • τὰ μὲν δὴ ἐσ τὸν Κροτωνιάτην οὕτωσ εἶχεν, ἐσελθόντι δὲ ἐσ τὸ τέμενοσ χαλκοῦσ ταῦροσ τέχνη μὲν Θεοπρόπου ἐστὶν Αἰγινήτου, Κορκυραίων δὲ ἀνάθημα. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 9 4:5)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION