헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

Αἰτωλός

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: Αἰτωλός Αἰτωλοῦ

형태분석: Αἰτωλ (어간) + ος (어미)

  1. an inhabitant of Aetolia; an Aetolian

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Φιλίππου δὲ καταλαβόντοσ Ἐλάτειαν καὶ Κυτίνιον καὶ πρέσβεισ πέμψαντοσ εἰσ Θήβασ Θετταλῶν Αἰνιάνων Αἰτωλῶν Δολόπων Φθιωτῶν, Ἀθηναίων δὲ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον πρέσβεισ ἀποστειλάντων τοὺσ περὶ Δημοσθένη, τούτοισ συμμαχεῖν ἐψηφίσαντο. (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 11 3:5)

    (디오니시오스, Ad Ammaeum, chapter 11 3:5)

  • πορθήσεθ’ ἡβήσαντεσ Ἰσμηνοῦ πόλιν, πατέρων θανόντων ἐκδικάζοντεσ φόνον, σύ τ’ ἀντὶ πατρόσ, Αἰγιαλεῦ, στρατηλάτησ νέοσ καταστάσ, παῖσ τ’ ἀπ’ Αἰτωλῶν μολὼν Τυδέωσ, ὃν ὠνόμαζε Διομήδην πατήρ. (Euripides, Suppliants, episode 1:10)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 1:10)

  • κατὰ χεῖρα τοίνυν Φιλοποίμενοσ μὲν ἔργα πολλὰ καὶ μεγάλα, θατέρου δὲ οὐδέν, ἀλλὰ καὶ τῶν Αἰτωλῶν τισ αὐτὸν Ἀρχέδημοσ ἐπέσκωπτεν ὡσ, ὅτε αὐτὸσ ἐσπασμένοσ τὴν μάχαιραν ἔθει δρόμῳ πρὸσ τοὺσ μαχομένουσ καὶ τοὺσ συνεστῶτασ τῶν Μακεδόνων, τοῦ Τίτου τὰσ χεῖρασ εἰσ τὸν οὐρανὸν ὑπτίασ ἀνατείναντοσ ἑστῶτοσ καὶ προσευχομένου. (Plutarch, Comparison of Philopoemen and Titus, chapter 2 3:3)

    (플루타르코스, Comparison of Philopoemen and Titus, chapter 2 3:3)

  • "περὶ δὲ Αἰτωλῶν Πολύβιοσ μὲν ἐν τρισκαιδεκάτῃ Ἱστοριῶν φησιν ὡσ διὰ τὴν τῶν πολέμων συνέχειαν καὶ τὴν τῶν βίων πολυτέλειαν κατάχρεοι ἐγένοντο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:110)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:110)

  • καὶ Αἰτωλῶν δὲ οἶδα στρατηγὸν Σύαγρον, οὗ μνημονεύει Φύλαρχοσ ἐν τετάρτῃ ἱστοριῶν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 649)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 649)

유의어

  1. an inhabitant of Aetolia

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION