- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πελώριος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: pelōrios 고전 발음: [뻴로:리오] 신약 발음: [뺄로리오]

기본형: πελώριος πελώριον

형태분석: πελωρι (어간) + ος (어미)

어원: from πέλωρ

  1. 거대한, 대단한, 큰, 어마어마한, 방대한
  1. gigantic, huge, the mighty things, mighty ones

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 πελώριος

거대한 (이)가

πελώριον

거대한 (것)가

속격 πελωρίου

거대한 (이)의

πελωρίου

거대한 (것)의

여격 πελωρίῳ

거대한 (이)에게

πελωρίῳ

거대한 (것)에게

대격 πελώριον

거대한 (이)를

πελώριον

거대한 (것)를

호격 πελώριε

거대한 (이)야

πελώριον

거대한 (것)야

쌍수주/대/호 πελωρίω

거대한 (이)들이

πελωρίω

거대한 (것)들이

속/여 πελωρίοιν

거대한 (이)들의

πελωρίοιν

거대한 (것)들의

복수주격 πελώριοι

거대한 (이)들이

πελώρια

거대한 (것)들이

속격 πελωρίων

거대한 (이)들의

πελωρίων

거대한 (것)들의

여격 πελωρίοις

거대한 (이)들에게

πελωρίοις

거대한 (것)들에게

대격 πελωρίους

거대한 (이)들을

πελώρια

거대한 (것)들을

호격 πελώριοι

거대한 (이)들아

πελώρια

거대한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὀπταλέος δ εἰσῆλθε πελώριος ἱππότα κεστρεὺς οὐκ οἰο῀ς: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 11:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 11:2)

  • νυκτὶ δ ἔβη πόντονδε πελώριος, ὦρσε δὲ κῦμα κεκληγὼς πνοιῇσι: (Apollodorus, Argonautica, book 2 18:19)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 18:19)

  • ἐξ ἁλὸς ἤπειρόνδε πελώριος ἔκθορεν ἵππος, ἀμφιλαφής, χρυσέῃσι μετήορος αὐχένα χαίταις: (Apollodorus, Argonautica, book 4 21:33)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 4 21:33)

  • ἦγχον δ ἐγκρατέως στιβαρὰς σὺν χεῖρας ἐρείσας ἐξόπιθεν, μὴ σάρκας ὑποδρύψῃ ὀνύχεσσι, πρὸς δ οὖδας πτέρνῃσι πόδας στερεῶς ἐπίεζον οὐραίους ἐπιβάς, μηροῖσί τε πλεύρ ἐφύλασσον, μέχρί οἱ ἐξετάνυσσα βραχίονας ὀρθὸν ἀείρας ἄπνευστον, ψυχὴν δὲ πελώριος ἔλλαχεν Αἵδης. (Theocritus, Idylls, 112)

    (테오크리토스, Idylls, 112)

  • ἦν δὲ παλαισμοσύνην δεδαημένος ὄβριμος ἀνήρ εἰ δὲ Φίλων ἤκουε πελώριος, εἴτε Φιλάμμων, εἴτε Μίλων Σικελῆς ἔρυμα χθονός, οἶδεν Ἀπόλλων οὐ γὰρ ἐγὼ δεδάηκα διακρῖναι καὶ ἀεῖσαι οὔνομα θαρσαλέου κλυτὸν ἀνέρος, ἀλλὰ καὶ ἔμπης ἔπνεεν ἠνορέης: (Unknown, Greek Anthology, book 2, chapter 1 45:2)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 2, chapter 1 45:2)

유의어

  1. 거대한

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION