헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόπρος

2군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κόπρος κόπρου

형태분석: κοπρ (어간) + ος (어미)

  1. 똥, 똥거름, 거름, 배설물, 두엄
  1. dung, ordure, (especially in husbandry) dung, manure

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόπρος

똥이

κόπρω

똥들이

κόπροι

똥들이

속격 κόπρου

똥의

κόπροιν

똥들의

κόπρων

똥들의

여격 κόπρῳ

똥에게

κόπροιν

똥들에게

κόπροις

똥들에게

대격 κόπρον

똥을

κόπρω

똥들을

κόπρους

똥들을

호격 κόπρε

똥아

κόπρω

똥들아

κόπροι

똥들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διὰ τοῦτο ἐγὼ ἄγω κακίαν πρόσ σε εἰσ οἶκον Ἱεροβοάμ. ἐξολοθρεύσω τοῦ Ἱεροβοὰμ οὐροῦντα πρὸσ τοῖχον ἐχόμενον καὶ ἐγκαταλελειμμένον ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἐπιλέξω οἴκου Ἱεροβοάμ, καθὼσ ἐπιλέγεται ἡ κόπροσ, ὡσ τελειωθῆναι αὐτόν. (Septuagint, Liber I Regum 14:22)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 14:22)

  • ἐξωλοθρεύθησαν ἐν Ἀενδώρ, ἐγενήθησαν ὡσεὶ κόπροσ τῇ γῇ. (Septuagint, Liber Psalmorum 82:11)

    (70인역 성경, 시편 82:11)

  • ὅμωσ δὲ εἰ μετὰ συγγνώμησ ἀναγνώσεσθαι μέλλοισ καὶ τὰ ἐνδέοντα τοῖσ ἱστορουμένοισ προσλογιεῖσθαι,, ὑποστήσομαί σοι τὸν ἆθλον, καὶ τὴν Αὐγέου βουστασίαν, εἰ καὶ μὴ πᾶσαν, ἀλλ’ εἰσ δύναμίν γε τὴν ἐμαυτοῦ ἀνακαθάρασθαι πειράσομαι, ὀλίγουσ ὅσουσ τῶν κοφίνων ἐκφορήσασ, ὡσ ἀπ’ ἐκείνων τεκμαίροιο πόση πᾶσα καὶ ὡσ ἀμύθητοσ ἦν ἡ κόπροσ ἣν τρισχίλιοι βόεσ ἐν πολλοῖσ ἔτεσιν ποιῆσαι ἐδύναντο. (Lucian, Alexander, (no name) 1:4)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 1:4)

  • ὁ δὲ Λίβυσ ἐρωτηθεὶσ ποία κόπροσ ἀρίστη, "τὰ τοῦ δεσπότου ἴχνη" ἔφη. (Aristotle, Economics, Book 1 37:3)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 1 37:3)

  • καὶ γὰρ οὐδὲ τοῦτό με μόνον τὸ λυποῦν ἐστιν, ἀλλ’ ὅταν φάγω, ὅποι βαδιεῖταί μοι τὸ λοιπὸν ἡ κόπροσ. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Episode 1:6)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Episode 1:6)

유의어

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION