헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόπρος

2군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κόπρος κόπρου

형태분석: κοπρ (어간) + ος (어미)

  1. 똥, 똥거름, 거름, 배설물, 두엄
  1. dung, ordure, (especially in husbandry) dung, manure

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόπρος

똥이

κόπρω

똥들이

κόπροι

똥들이

속격 κόπρου

똥의

κόπροιν

똥들의

κόπρων

똥들의

여격 κόπρῳ

똥에게

κόπροιν

똥들에게

κόπροις

똥들에게

대격 κόπρον

똥을

κόπρω

똥들을

κόπρους

똥들을

호격 κόπρε

똥아

κόπρω

똥들아

κόπροι

똥들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐμοῦσι γοῦν τάδε· ἔξωχροι, ψυχροὶτὸ πᾶν σκῆνοσ· πόνοσ πουλὺσ, ἀναπνοὴ κακὴ, διψαλέοι· Ἢν δὲ καὶ θνήσκειν μέλλωσι, ἱδρὼσ ψυχρὸσ, δυσουρίη, ἕδρη ἀπολελημμένη, ὡσ μηδὲ ἰσχνὸν ἔλασμα διελάσαι· κόπρων ἔμετοι, ὥνθρωποι ἄφωνοι, σφυγμοὶ πρόσθεν μὲν ἀραιοὶ, σμικροί · πρὸ θανάτου δὲ σμικρότατοι, καὶ πυκνότατοι καὶ ἐκλείποντεσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 138)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 138)

  • δαίμονα πολλὰ λαλῶν ὀζόστομοσ ἐξορκιστὴσ ἐξέβαλ’, οὐχ ὁρ́κων, ἀλλὰ κόπρων δυνάμει. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 4271)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 4271)

  • ἐσ τὸν κοπρῶν’ οὖν ἔρχομαι. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene, strophe 2 1:15)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Lyric-Scene, strophe 2 1:15)

  • μετὰ ταῦτα Θήβασ ἦλθον, οὗ τὴν νύχθ’ ὅλην τὴν θ’ ἡμέραν δειπνοῦσι καὶ κοπρῶν’ ἔχει ἐπὶ ταῖσ θύραισ ἕκαστοσ, οὗ πλήρει βροτῷ οὐκ ἔστι μεῖζον ἀγαθὸν ὡσ χεζητιῶν μακρὰν βαδίζων, πολλὰ δ’ ἀσθμαίνων ἀνήρ, δάκνων τὰ χείλη παγγέλοιόσ ἐστ’ ἰδεῖν, ἐν δὲ τοῖσ Μυσοῖσ πρὸσ τὸν Ἡρακλέα ποιεῖ τινα τάδε λέγοντα· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 11 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 11 2:2)

유의어

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION