헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διεξελαύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διεξελαύνω διεξελάσω

형태분석: δι (접두사) + ἐξ (접두사) + ἐλαύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 몰다, 운전하다, 이끌다, 박다
  1. to drive, ride, march through

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεξελαύνω

(나는) 몬다

διεξελαύνεις

(너는) 몬다

διεξελαύνει

(그는) 몬다

쌍수 διεξελαύνετον

(너희 둘은) 몬다

διεξελαύνετον

(그 둘은) 몬다

복수 διεξελαύνομεν

(우리는) 몬다

διεξελαύνετε

(너희는) 몬다

διεξελαύνουσιν*

(그들은) 몬다

접속법단수 διεξελαύνω

(나는) 몰자

διεξελαύνῃς

(너는) 몰자

διεξελαύνῃ

(그는) 몰자

쌍수 διεξελαύνητον

(너희 둘은) 몰자

διεξελαύνητον

(그 둘은) 몰자

복수 διεξελαύνωμεν

(우리는) 몰자

διεξελαύνητε

(너희는) 몰자

διεξελαύνωσιν*

(그들은) 몰자

기원법단수 διεξελαύνοιμι

(나는) 몰기를 (바라다)

διεξελαύνοις

(너는) 몰기를 (바라다)

διεξελαύνοι

(그는) 몰기를 (바라다)

쌍수 διεξελαύνοιτον

(너희 둘은) 몰기를 (바라다)

διεξελαυνοίτην

(그 둘은) 몰기를 (바라다)

복수 διεξελαύνοιμεν

(우리는) 몰기를 (바라다)

διεξελαύνοιτε

(너희는) 몰기를 (바라다)

διεξελαύνοιεν

(그들은) 몰기를 (바라다)

명령법단수 διεξέλαυνε

(너는) 몰아라

διεξελαυνέτω

(그는) 몰아라

쌍수 διεξελαύνετον

(너희 둘은) 몰아라

διεξελαυνέτων

(그 둘은) 몰아라

복수 διεξελαύνετε

(너희는) 몰아라

διεξελαυνόντων, διεξελαυνέτωσαν

(그들은) 몰아라

부정사 διεξελαύνειν

모는 것

분사 남성여성중성
διεξελαυνων

διεξελαυνοντος

διεξελαυνουσα

διεξελαυνουσης

διεξελαυνον

διεξελαυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεξελαύνομαι

(나는) 몰린다

διεξελαύνει, διεξελαύνῃ

(너는) 몰린다

διεξελαύνεται

(그는) 몰린다

쌍수 διεξελαύνεσθον

(너희 둘은) 몰린다

διεξελαύνεσθον

(그 둘은) 몰린다

복수 διεξελαυνόμεθα

(우리는) 몰린다

διεξελαύνεσθε

(너희는) 몰린다

διεξελαύνονται

(그들은) 몰린다

접속법단수 διεξελαύνωμαι

(나는) 몰리자

διεξελαύνῃ

(너는) 몰리자

διεξελαύνηται

(그는) 몰리자

쌍수 διεξελαύνησθον

(너희 둘은) 몰리자

διεξελαύνησθον

(그 둘은) 몰리자

복수 διεξελαυνώμεθα

(우리는) 몰리자

διεξελαύνησθε

(너희는) 몰리자

διεξελαύνωνται

(그들은) 몰리자

기원법단수 διεξελαυνοίμην

(나는) 몰리기를 (바라다)

διεξελαύνοιο

(너는) 몰리기를 (바라다)

διεξελαύνοιτο

(그는) 몰리기를 (바라다)

쌍수 διεξελαύνοισθον

(너희 둘은) 몰리기를 (바라다)

διεξελαυνοίσθην

(그 둘은) 몰리기를 (바라다)

복수 διεξελαυνοίμεθα

(우리는) 몰리기를 (바라다)

διεξελαύνοισθε

(너희는) 몰리기를 (바라다)

διεξελαύνοιντο

(그들은) 몰리기를 (바라다)

명령법단수 διεξελαύνου

(너는) 몰려라

διεξελαυνέσθω

(그는) 몰려라

쌍수 διεξελαύνεσθον

(너희 둘은) 몰려라

διεξελαυνέσθων

(그 둘은) 몰려라

복수 διεξελαύνεσθε

(너희는) 몰려라

διεξελαυνέσθων, διεξελαυνέσθωσαν

(그들은) 몰려라

부정사 διεξελαύνεσθαι

몰리는 것

분사 남성여성중성
διεξελαυνομενος

διεξελαυνομενου

διεξελαυνομενη

διεξελαυνομενης

διεξελαυνομενον

διεξελαυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεξῆλαυνον

(나는) 몰고 있었다

διεξῆλαυνες

(너는) 몰고 있었다

διεξῆλαυνεν*

(그는) 몰고 있었다

쌍수 διεξήλαυνετον

(너희 둘은) 몰고 있었다

διεξηλαῦνετην

(그 둘은) 몰고 있었다

복수 διεξήλαυνομεν

(우리는) 몰고 있었다

διεξήλαυνετε

(너희는) 몰고 있었다

διεξῆλαυνον

(그들은) 몰고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεξηλαῦνομην

(나는) 몰리고 있었다

διεξήλαυνου

(너는) 몰리고 있었다

διεξήλαυνετο

(그는) 몰리고 있었다

쌍수 διεξήλαυνεσθον

(너희 둘은) 몰리고 있었다

διεξηλαῦνεσθην

(그 둘은) 몰리고 있었다

복수 διεξηλαῦνομεθα

(우리는) 몰리고 있었다

διεξήλαυνεσθε

(너희는) 몰리고 있었다

διεξήλαυνοντο

(그들은) 몰리고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰσὶ δ’ οἱ λέγοντεσ ἵππου τὴν Κλοιλίαν εὐπορήσασαν αὐτὴν μὲν ἐπιβῆναι καὶ διεξελαύνειν ἠρέμα, ταῖσ δ’ ἄλλαισ ὑφηγεῖσθαι παραθαρσύνουσαν νηχομένασ καὶ παραβοηθοῦσαν. (Plutarch, Mulierum virtutes, 3:1)

    (플루타르코스, Mulierum virtutes, 3:1)

  • εἰσὶ δ’ οἱ λέγοντεσ ἵππου τὴν Κλοιλίαν εὐπορήσασαν αὐτὴν μὲν ἐπιβῆναι καὶ διεξελαύνειν ἠρέμα, ταῖσ δ’ ἄλλαισ ὑφηγεῖσθαι παραθαρσύνουσαν νηχομένασ καὶ παραβοηθοῦσαν . (Plutarch, Mulierum virtutes, 10:1)

    (플루타르코스, Mulierum virtutes, 10:1)

  • διεξελαυνόντων δὲ κατὰ τὸ προάστειον, ὡσ κατὰ τοῦτο τὸ χωρίον ἐγίνοντο ἵνα τῆσ παροιχομένησ νυκτὸσ κατεδέδετο ἡ θήλεα ἵπποσ, ἐνθαῦτα ὁ Δαρείου ἵπποσ προσδραμὼν ἐχρεμέτισε· (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 86 2:2)

    (헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 86 2:2)

유의어

  1. 몰다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION