ἀποκείρω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: apokeirō
고전 발음: [아뽀께이로:]
신약 발음: [아뽀끼로]
기본형:
ἀποκείρω
형태분석:
ἀπο
(접두사)
+
κείρ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 속이다, 커닝하다
- 끊다, 절단하다, 가르다
- 죽이다, 도살하다, 잘라버리다
- to clip or cut off, cut off his, to have their, shorn close, to cut off one's hair, with one's hair cut short
- to cheat
- to cut through, sever
- to cut off, slay
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὧν μὲν γὰρ ἐσύλησε τὴν ἰσχὺν ὁ περὶ Λεῦκτρα κίνδυνος, ὁ δὲ πρότερον ἀπείρατος ὢν πολεμίας σάλπιγγος Εὐρώτας Βοιωτοὺς ἐν τῇ Λακωνικῇ στρατοπεδεύοντας εἶδεν ἀπέκειρε γὰρ τὴν ἀκμὴν τῆς Σπάρτης ὁ Θηβαῖος, καὶ τοὺς ὁρ´ους τῆς Λακωνικῆς τεθειμένους, τὴν ἀκμὴν τῶν νέων, συνέκλεισε ταῖς τέφραις. (Demades, On the Twelve Years, 12:1)
(데마데스, On the Twelve Years, 12:1)
- δασμολογοῦσι γὰρ ἐπιφοιτῶντες ἤ, ὡς αὐτοί φασιν, ἀποκείρουσιν τὰ πρόβατα, δώσειν τε πολλοὺς οἰόνται ἢ αἰδοῖ τοῦ σχήματος ἢ δέει τοῦ μὴ ἀκοῦσαι κακῶς. (Lucian, Fugitivi, (no name) 14:5)
(루키아노스, Fugitivi, (no name) 14:5)
- ἐκ πάντων οὖν τούτων ἄξιον θαυμάζειν τὸν τύραννον ὅτι οὐδαμόθεν ἀναγέγραπται γυναῖκας ἢ παῖδας μεταπεμψάμενος, καίτοι περὶ τὰς τῶν ἀρρένων ὁμιλίας ἐπτοημένος, ὡς καὶ ἀντερᾶν Ἀνακρέοντι τῷ ποιητῇ ὅτε καὶ δι ὀργὴν ἀπέκειρε τὸν ἐρώμενον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 57 2:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 57 2:1)
- "ἐπεὶ δέ, τοῦ βίου μεταβολὴν ἅμα ταῖς τύχαις καὶ ταῖς φύσεσι λαμβάνοντος, ἐξωθοῦσα τὸ περιττὸν ἡ χρεία κρωβύλους τε χρυσοῦς ἀφῄρει καὶ ξυστίδας μαλακὰς ἀπημφίαζε καί που καὶ κόμην σοβαρωτέραν ἀπέκειρε καὶ ὑπέλυσε κόθορνον, οὐ φαύλως ἐθιζομένων ἀντικαλλωπίζεσθαι πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ καὶ τὸ ἀφελὲς καὶ λιτὸν ἐν κόσμῳ τίθεσθαι μᾶλλον ἢ τὸ σοβαρὸν καὶ περίεργον: (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 246)
(플루타르코스, De Pythiae oraculis, section 246)
- ἡμεῖς δὲ τὴν μὴν κόμην ἀφαιροῦμεν, ὥσπερ οἱ νομεῖς τῶν ἵππων, ἃς ἂν ἐθέλωσι παραβαλεῖν τοῖς ὄνοις, καὶ τὰ γένεια ἀποκείρομεν, τὰς δὲ κεφαλὰς σκέπομεν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 16:1)
(디오, 크리소토모스, 연설, 16:1)
유의어
-
속이다
- κλέπτω (속이다, 커닝하다)
- ἀποψεύδομαι (to be quite cheated of)
- φηλητεύω (속이다, 기만하다, 커닝하다)
- φηλόω (속이다, 기만하다, 커닝하다)
- ἀπαφίσκω (속이다, 커닝하다, 사취하다)
- ὀνειροπολέω (to cheat by dreams)
- περισοφίζομαι (속이다, 커닝하다, 사취하다)
- παραλογίζομαι (사취하다, 속이다)
- θέλγω (속이다, 커닝하다, 사취하다)
- διαλυμαίνομαι (to cheat grossly)
- παρακόπτω (속이다, 속다, 커닝하다)
-
끊다
-
죽이다
- φένω (죽이다, 도살하다)
- προσσφάζω (to slay at)
- σφάζω (참수하다, 죽이다)
- ἀποσφάζω (목을 자르다, 참수하다)
- θερίζω (잘라버리다, 끊다)
- μιστύλλω (to cut up)
- κατατέμνω (자르다, 베다, 가르다)
- ἐπιτέμνω (잘라버리다, 끊다)
- ἐντέμνω (to cut up)
- ἐκκόπτω (잘라버리다, 끊다)
- ἀποτμήγω (to cut off from)
- ἀποθερίζω (잘라버리다, 끊다)
- ἀποκόπτω (잘라버리다, 끊다)
- ἀποκόπτω (잘라버리다, 끊다)
- ἀπαμάω (잘라버리다, 끊다)
- ἀμάω (자르다, 베다)
- συγκατακτείνω (to slay together)
파생어
- ἀμφικείρω (to shear all round)
- διακείρω (만들다, 하다, 제작하다)
- ἐπικείρω (잘라버리다, 덜다, 끊다)
- κατακείρω (닫다, 감다, 감기다)
- κείρω (깎다, 면도하다, 자르다)
- περικείρω (to shear or clip all round, to have one's, clipt)