헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀνειροπολέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀνειροπολέω ὀνειροπολήσω

형태분석: ὀνειροπολέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 꾸다, 꿈꾸다, 꿈을 꾸다
  1. to deal with dreams, to dream, to dream of
  2. to cheat by dreams

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὀνειροπολῶ

(나는) 꾼다

ὀνειροπολεῖς

(너는) 꾼다

ὀνειροπολεῖ

(그는) 꾼다

쌍수 ὀνειροπολεῖτον

(너희 둘은) 꾼다

ὀνειροπολεῖτον

(그 둘은) 꾼다

복수 ὀνειροπολοῦμεν

(우리는) 꾼다

ὀνειροπολεῖτε

(너희는) 꾼다

ὀνειροπολοῦσιν*

(그들은) 꾼다

접속법단수 ὀνειροπολῶ

(나는) 꾸자

ὀνειροπολῇς

(너는) 꾸자

ὀνειροπολῇ

(그는) 꾸자

쌍수 ὀνειροπολῆτον

(너희 둘은) 꾸자

ὀνειροπολῆτον

(그 둘은) 꾸자

복수 ὀνειροπολῶμεν

(우리는) 꾸자

ὀνειροπολῆτε

(너희는) 꾸자

ὀνειροπολῶσιν*

(그들은) 꾸자

기원법단수 ὀνειροπολοῖμι

(나는) 꾸기를 (바라다)

ὀνειροπολοῖς

(너는) 꾸기를 (바라다)

ὀνειροπολοῖ

(그는) 꾸기를 (바라다)

쌍수 ὀνειροπολοῖτον

(너희 둘은) 꾸기를 (바라다)

ὀνειροπολοίτην

(그 둘은) 꾸기를 (바라다)

복수 ὀνειροπολοῖμεν

(우리는) 꾸기를 (바라다)

ὀνειροπολοῖτε

(너희는) 꾸기를 (바라다)

ὀνειροπολοῖεν

(그들은) 꾸기를 (바라다)

명령법단수 ὀνειροπόλει

(너는) 꾸어라

ὀνειροπολείτω

(그는) 꾸어라

쌍수 ὀνειροπολεῖτον

(너희 둘은) 꾸어라

ὀνειροπολείτων

(그 둘은) 꾸어라

복수 ὀνειροπολεῖτε

(너희는) 꾸어라

ὀνειροπολούντων, ὀνειροπολείτωσαν

(그들은) 꾸어라

부정사 ὀνειροπολεῖν

꾸는 것

분사 남성여성중성
ὀνειροπολων

ὀνειροπολουντος

ὀνειροπολουσα

ὀνειροπολουσης

ὀνειροπολουν

ὀνειροπολουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὀνειροπολοῦμαι

(나는) 꿔진다

ὀνειροπολεῖ, ὀνειροπολῇ

(너는) 꿔진다

ὀνειροπολεῖται

(그는) 꿔진다

쌍수 ὀνειροπολεῖσθον

(너희 둘은) 꿔진다

ὀνειροπολεῖσθον

(그 둘은) 꿔진다

복수 ὀνειροπολούμεθα

(우리는) 꿔진다

ὀνειροπολεῖσθε

(너희는) 꿔진다

ὀνειροπολοῦνται

(그들은) 꿔진다

접속법단수 ὀνειροπολῶμαι

(나는) 꿔지자

ὀνειροπολῇ

(너는) 꿔지자

ὀνειροπολῆται

(그는) 꿔지자

쌍수 ὀνειροπολῆσθον

(너희 둘은) 꿔지자

ὀνειροπολῆσθον

(그 둘은) 꿔지자

복수 ὀνειροπολώμεθα

(우리는) 꿔지자

ὀνειροπολῆσθε

(너희는) 꿔지자

ὀνειροπολῶνται

(그들은) 꿔지자

기원법단수 ὀνειροπολοίμην

(나는) 꿔지기를 (바라다)

ὀνειροπολοῖο

(너는) 꿔지기를 (바라다)

ὀνειροπολοῖτο

(그는) 꿔지기를 (바라다)

쌍수 ὀνειροπολοῖσθον

(너희 둘은) 꿔지기를 (바라다)

ὀνειροπολοίσθην

(그 둘은) 꿔지기를 (바라다)

복수 ὀνειροπολοίμεθα

(우리는) 꿔지기를 (바라다)

ὀνειροπολοῖσθε

(너희는) 꿔지기를 (바라다)

ὀνειροπολοῖντο

(그들은) 꿔지기를 (바라다)

명령법단수 ὀνειροπολοῦ

(너는) 꿔져라

ὀνειροπολείσθω

(그는) 꿔져라

쌍수 ὀνειροπολεῖσθον

(너희 둘은) 꿔져라

ὀνειροπολείσθων

(그 둘은) 꿔져라

복수 ὀνειροπολεῖσθε

(너희는) 꿔져라

ὀνειροπολείσθων, ὀνειροπολείσθωσαν

(그들은) 꿔져라

부정사 ὀνειροπολεῖσθαι

꿔지는 것

분사 남성여성중성
ὀνειροπολουμενος

ὀνειροπολουμενου

ὀνειροπολουμενη

ὀνειροπολουμενης

ὀνειροπολουμενον

ὀνειροπολουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὀνειροπολήσω

(나는) 꾸겠다

ὀνειροπολήσεις

(너는) 꾸겠다

ὀνειροπολήσει

(그는) 꾸겠다

쌍수 ὀνειροπολήσετον

(너희 둘은) 꾸겠다

ὀνειροπολήσετον

(그 둘은) 꾸겠다

복수 ὀνειροπολήσομεν

(우리는) 꾸겠다

ὀνειροπολήσετε

(너희는) 꾸겠다

ὀνειροπολήσουσιν*

(그들은) 꾸겠다

기원법단수 ὀνειροπολήσοιμι

(나는) 꾸겠기를 (바라다)

ὀνειροπολήσοις

(너는) 꾸겠기를 (바라다)

ὀνειροπολήσοι

(그는) 꾸겠기를 (바라다)

쌍수 ὀνειροπολήσοιτον

(너희 둘은) 꾸겠기를 (바라다)

ὀνειροπολησοίτην

(그 둘은) 꾸겠기를 (바라다)

복수 ὀνειροπολήσοιμεν

(우리는) 꾸겠기를 (바라다)

ὀνειροπολήσοιτε

(너희는) 꾸겠기를 (바라다)

ὀνειροπολήσοιεν

(그들은) 꾸겠기를 (바라다)

부정사 ὀνειροπολήσειν

꿀 것

분사 남성여성중성
ὀνειροπολησων

ὀνειροπολησοντος

ὀνειροπολησουσα

ὀνειροπολησουσης

ὀνειροπολησον

ὀνειροπολησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὀνειροπολήσομαι

(나는) 꿔지겠다

ὀνειροπολήσει, ὀνειροπολήσῃ

(너는) 꿔지겠다

ὀνειροπολήσεται

(그는) 꿔지겠다

쌍수 ὀνειροπολήσεσθον

(너희 둘은) 꿔지겠다

ὀνειροπολήσεσθον

(그 둘은) 꿔지겠다

복수 ὀνειροπολησόμεθα

(우리는) 꿔지겠다

ὀνειροπολήσεσθε

(너희는) 꿔지겠다

ὀνειροπολήσονται

(그들은) 꿔지겠다

기원법단수 ὀνειροπολησοίμην

(나는) 꿔지겠기를 (바라다)

ὀνειροπολήσοιο

(너는) 꿔지겠기를 (바라다)

ὀνειροπολήσοιτο

(그는) 꿔지겠기를 (바라다)

쌍수 ὀνειροπολήσοισθον

(너희 둘은) 꿔지겠기를 (바라다)

ὀνειροπολησοίσθην

(그 둘은) 꿔지겠기를 (바라다)

복수 ὀνειροπολησοίμεθα

(우리는) 꿔지겠기를 (바라다)

ὀνειροπολήσοισθε

(너희는) 꿔지겠기를 (바라다)

ὀνειροπολήσοιντο

(그들은) 꿔지겠기를 (바라다)

부정사 ὀνειροπολήσεσθαι

꿔질 것

분사 남성여성중성
ὀνειροπολησομενος

ὀνειροπολησομενου

ὀνειροπολησομενη

ὀνειροπολησομενης

ὀνειροπολησομενον

ὀνειροπολησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠνειροπόλουν

(나는) 꾸고 있었다

ὠνειροπόλεις

(너는) 꾸고 있었다

ὠνειροπόλειν*

(그는) 꾸고 있었다

쌍수 ὠνειροπολεῖτον

(너희 둘은) 꾸고 있었다

ὠνειροπολείτην

(그 둘은) 꾸고 있었다

복수 ὠνειροπολοῦμεν

(우리는) 꾸고 있었다

ὠνειροπολεῖτε

(너희는) 꾸고 있었다

ὠνειροπόλουν

(그들은) 꾸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠνειροπολούμην

(나는) 꿔지고 있었다

ὠνειροπολοῦ

(너는) 꿔지고 있었다

ὠνειροπολεῖτο

(그는) 꿔지고 있었다

쌍수 ὠνειροπολεῖσθον

(너희 둘은) 꿔지고 있었다

ὠνειροπολείσθην

(그 둘은) 꿔지고 있었다

복수 ὠνειροπολούμεθα

(우리는) 꿔지고 있었다

ὠνειροπολεῖσθε

(너희는) 꿔지고 있었다

ὠνειροπολοῦντο

(그들은) 꿔지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔτι γὰρ σὺ ὀνειροπολεῖσ τὸν πλοῦτον; (Lucian, Gallus, (no name) 32:5)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 32:5)

  • ἃ σὺ γιγνώσκων τόνδ’ ἐξαπατᾷσ καὶ ὀνειροπολεῖσ περὶ σαυτοῦ. (Aristotle, Agon, Epirrheme 1:10)

    (아리스토텔레스, Agon, Epirrheme 1:10)

  • ταῦτα ἡμᾶσ μάλιστα ἀποπνίγει, ὦ Κρόνε, καὶ ἀφόρητον ἡγούμεθα τὸ πρᾶγμα, τὸν μὲν ἐφ̓ ἁλουργίδων κατακείμενον τοσούτοισ ἀγαθοῖσ ἐντρυφᾶν ἐρυγγάνοντα καὶ ὑπὸ τῶν συνόντων εὐδαιμονιζόμενον ἀεὶ ἑορτάζοντα, ἐμὲ δὲ καὶ τοὺσ ὁμοίουσ ὀνειροπολεῖν, εἴ ποθεν ὀβολοὶ τέτταρεσ γένοιντο, ὡσ ἔχοιμεν ἄρτων γοῦν ἢ ἀλφίτων ἐμπεπλησμένοι καθεύδειν κάρδαμον ἢ θύμον ἢ κρόμμυον ἐπιτρώγοντεσ. (Lucian, Saturnalia, letter 1 3:1)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 1 3:1)

  • ὁ δὲ κόμην ἔχων ἱππάζεταί τε καὶ ξυνωρικεύεται ὀνειροπολεῖ θ’ ἵππουσ· (Aristophanes, Clouds, Prologue 1:12)

    (아리스토파네스, Clouds, Prologue 1:12)

  • ὀνειροπολεῖ γὰρ καὶ καθεύδων ἱππικήν. (Aristophanes, Clouds, Prologue 2:4)

    (아리스토파네스, Clouds, Prologue 2:4)

유의어

  1. to cheat by dreams

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION