Ancient Greek-English Dictionary Language

ζητητικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ζητητικός ζητητική ζητητικόν

Structure: ζητητικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: zhte/w

Sense

  1. disposed to searching, inquiry, (in masculine, substantive, chiefly in the plural) Sceptic
  2. (in feminine, substantive) Sceptic philosophy

Examples

  • "εἰ γὰρ ἡμῖν αἰτίων ζητητικὸσ καὶ θεωρητικὸσ γέγονασ, μὴ μακρὰν οὕτωσ ἀποσκήνου τῶν ἰδίων, ἀλλ’ εἰπὲ δι’ ἣν αἰτίαν Ὅμηροσ ἐν τῷ ποταμῷ πλύνουσαν οὐκ ἐν τῇ θαλάττῃ, καίπερ ἐγγὺσ οὔσῃ, τὴν Ναυσικάαν πεποίηκε, καίτοι θερμοτέραν γε καὶ διαφανεστέραν εἰκὸσ καὶ ῥυπτικωτέραν εἶναι. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 6:2)
  • ἔστι δὲ τοῦτο, ὅταν τισ φιλογυμναστὴσ μὲν καὶ φιλόθηροσ ᾖ καὶ πάντα τὰ διὰ τοῦ σώματοσ φιλοπονῇ, φιλομαθὴσ δὲ μή, μηδὲ φιλήκοοσ μηδὲ ζητητικόσ, ἀλλ’ ἐν πᾶσι τούτοισ μισοπονῇ· (Plato, Republic, book 7 420:2)
  • Τοῦ δὴ <δια>λόγου τοῦ Πλατωνικοῦ δύ’ εἰσὶν ἀνωτάτω χαρακτῆρεσ, ὅ τε ὑφηγητικὸσ καὶ ὁ ζητητικόσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 48:1)
  • " Ἦν δὲ καὶ ζητητικὸσ καὶ περὶ πάντων ἀκριβολογούμενοσ· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 15:4)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION