- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὠμόφρων?

3군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: ōmophrōn 고전 발음: [오:모론:] 신약 발음: [오모]

기본형: ὠμόφρων ὠμόφρονος

형태분석: ὠμοφρων (어간)

어원: φρήν

  1. 야만인
  1. savage-minded, savage

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὠμόφρων

야만인이

ὠμόφρονε

야만인들이

ὠμόφρονες

야만인들이

속격 ὠμόφρονος

야만인의

ὠμοφρόνοιν

야만인들의

ὠμοφρόνων

야만인들의

여격 ὠμόφρονι

야만인에게

ὠμοφρόνοιν

야만인들에게

ὠμόφροσι(ν)

야만인들에게

대격 ὠμόφρονα

야만인을

ὠμόφρονε

야만인들을

ὠμόφρονας

야만인들을

호격 ὠμόφρων

야만인아

ὠμόφρονε

야만인들아

ὠμόφρονες

야만인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ καὶ τοῦτ ἦν φόβου πολλοῦ πλέων, μή τῳ λαθραίως τέκνα γενναίῳ τέκοι, κτανεῖν σφε βουλεύσαντος, ὠμόφρων ὅμως μήτηρ νιν ἐξέσῳσεν Αἰγίσθου χερός. (Euripides, episode 2:1)

    (에우리피데스, episode 2:1)

  • ἔστιν δ Ἄρεώς τις ὄχθος, οὗ πρῶτον θεοὶ ἕζοντ ἐπὶ ψήφοισιν αἵματος πέρι, Ἁλιρρόθιον ὅτ ἔκταν ὠμόφρων Ἄρης, μῆνιν θυγατρὸς ἀνοσίων νυμφευμάτων, πόντου κρέοντος παῖδ, ἵν εὐσεβεστάτη ψῆφος βεβαία τ ἐστὶν ἔκ τε τοῦ θεοῖς. (Euripides, episode, anapests 2:6)

    (에우리피데스, episode, anapests 2:6)

  • ἢν μὲν ὠμόφρων τις ᾖ, κρύψας ἐμαυτὸν εἶμι πρὸς ναυάγια: (Euripides, Helen, episode, dialogue 4:24)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 4:24)

  • ἔνθα φόνιος ἦν δράκων Ἄρεος ὠμόφρων φύλαξ νάματ ἔνυδρα καὶ ῥέεθρα χλοερὰ δεργμάτων κόραισι πολυπλάνοις ἐπισκοπῶν: (Euripides, Phoenissae, choral, antistrophe 11)

    (에우리피데스, Phoenissae, choral, antistrophe 11)

  • ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ, Χάλυβος Σκυθᾶν ἄποικος, κτεάνων χρηματοδαίτας πικρός, ὠμόφρων σίδαρος, χθόνα ναίειν διαπήλας, ὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειν, τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, antistrophe 11)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, choral, antistrophe 11)

유의어

  1. 야만인

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION