- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὠκύπτερος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: ōkypteros 고전 발음: [오:뀝떼로] 신약 발음: [오뀌때로]

기본형: ὠκύπτερος ὠκύπτερον

형태분석: ὠκυπτερ (어간) + ος (어미)

어원: πτερόν

  1. swift-winged
  2. the long quill-feathers in a wing

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ὠκύπτερος

(이)가

ὠκύπτερον

(것)가

속격 ὠκυπτέρου

(이)의

ὠκυπτέρου

(것)의

여격 ὠκυπτέρῳ

(이)에게

ὠκυπτέρῳ

(것)에게

대격 ὠκύπτερον

(이)를

ὠκύπτερον

(것)를

호격 ὠκύπτερε

(이)야

ὠκύπτερον

(것)야

쌍수주/대/호 ὠκυπτέρω

(이)들이

ὠκυπτέρω

(것)들이

속/여 ὠκυπτέροιν

(이)들의

ὠκυπτέροιν

(것)들의

복수주격 ὠκύπτεροι

(이)들이

ὠκύπτερα

(것)들이

속격 ὠκυπτέρων

(이)들의

ὠκυπτέρων

(것)들의

여격 ὠκυπτέροις

(이)들에게

ὠκυπτέροις

(것)들에게

대격 ὠκυπτέρους

(이)들을

ὠκύπτερα

(것)들을

호격 ὠκύπτεροι

(이)들아

ὠκύπτερα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπτέρωται δὲ οὐ κατὰ τὰ αὐτὰ τοῖς ἄλλοις, ὡς τοῖς μὲν ἁπανταχόθεν κομᾶν τοῦ σώματος, τοῖς δὲ ὠκυπτέροις χρῆσθαι, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἀκρίδας καὶ τέττιγας καὶ μελίττας ἐστὶν ὑμενόπτερος, τοσοῦτον ἁπαλώτερα ἔχουσα τὰ πτερὰ ὅσον τῆς Ἑλληνικῆς ἐσθῆτος ἡ Ἰνδικὴ λεπτοτέρα καὶ μαλακωτέρα: (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 1:2)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 1:2)

  • ὁ μὲν γὰρ Ἴκαρος ἅτε κηρῷ τὴν πτέρωσιν ἡρμοσμένος, ἐπειδὴ τάχιστα πρὸς τὸν ἥλιον ἐκεῖνος ἐτάκη, πτερορρυήσας εἰκότως κατέπεσεν ἡμῖν δ ἀκήρωτα ἦν τὰ ὠκύπτερα, πῶς λέγεις · (Lucian, Icaromenippus, (no name) 3:3)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 3:3)

  • εἶτα διαδήσας καὶ κατὰ τοὺς ὤμους τελαμῶσι καρτεροῖς ἁρμοσάμενος καὶ πρὸς ἄκροις τοῖς ὠκυπτέροις λαβάς τινας ταῖς χερσὶ παρασκευάσας ἐπειρώμην ἐμαυτοῦ τὸ πρῶτον ἀναπηδῶν καὶ ταῖς χερσὶ ὑπηρετῶν καὶ ὥσπερ οἱ χῆνες ἔτι χαμαιπετῶς ἐπαιρόμενος καὶ ἀκροβατῶν ἅμα μετὰ τῆς πτήσεως: (Lucian, Icaromenippus, (no name) 10:9)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 10:9)

  • ἐπὶ τοῖσι σοῖς ὠκυπτέροις. (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene4)

    (아리스토파네스, Birds, Lyric-Scene4)

  • ὄρνεον δὲ καὶ τοῦτό ἐστι μέγιστον, ἀντὶ τῶν πτερῶν λαχάνοις πάντῃ λάσιον, τὰ δὲ ὠκύπτερα ἔχει θριδακίνης φύλλοις μάλιστα προσεοικότα. (Lucian, Verae Historiae, book 1 13:5)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 13:5)

  • αὐτὸς δ ὥς τ ἴρηξ ὠκύπτερος ὦρτο πέτεσθαι, ὅς ῥά τ ἀπ αἰγίλιπος πέτρης περιμήκεος ἀρθεὶς ὁρμήσῃ πεδίοιο διώκειν ὄρνεον ἄλλο, ὣς ἀπὸ τῶν ἠΐξε Ποσειδάων ἐνοσίχθων. (Homer, Iliad, Book 13 9:2)

    (호메로스, 일리아스, Book 13 9:2)

유의어

  1. swift-winged

  2. the long quill-feathers in a wing

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION