헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὠδίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὠδίνω

형태분석: ὠδίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: mostly in pres.

  1. 낳다, 가져오다, 생산하다
  2. 수고하다, 고생하다, 노력하다, 힘쓰다
  1. to have the pains or throes of childbirth, to be in travail or labour
  2. to be in travail of, to bring forth
  3. to be in travail or anguish, to work hard, to travail, am in an agony
  4. to be in travail with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠδίνω

ὠδίνεις

ὠδίνει

쌍수 ὠδίνετον

ὠδίνετον

복수 ὠδίνομεν

ὠδίνετε

ὠδίνουσιν*

접속법단수 ὠδίνω

ὠδίνῃς

ὠδίνῃ

쌍수 ὠδίνητον

ὠδίνητον

복수 ὠδίνωμεν

ὠδίνητε

ὠδίνωσιν*

기원법단수 ὠδίνοιμι

ὠδίνοις

ὠδίνοι

쌍수 ὠδίνοιτον

ὠδινοίτην

복수 ὠδίνοιμεν

ὠδίνοιτε

ὠδίνοιεν

명령법단수 ώ̓δινε

ὠδινέτω

쌍수 ὠδίνετον

ὠδινέτων

복수 ὠδίνετε

ὠδινόντων, ὠδινέτωσαν

부정사 ὠδίνειν

분사 남성여성중성
ὠδινων

ὠδινοντος

ὠδινουσα

ὠδινουσης

ὠδινον

ὠδινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠδίνομαι

ὠδίνει, ὠδίνῃ

ὠδίνεται

쌍수 ὠδίνεσθον

ὠδίνεσθον

복수 ὠδινόμεθα

ὠδίνεσθε

ὠδίνονται

접속법단수 ὠδίνωμαι

ὠδίνῃ

ὠδίνηται

쌍수 ὠδίνησθον

ὠδίνησθον

복수 ὠδινώμεθα

ὠδίνησθε

ὠδίνωνται

기원법단수 ὠδινοίμην

ὠδίνοιο

ὠδίνοιτο

쌍수 ὠδίνοισθον

ὠδινοίσθην

복수 ὠδινοίμεθα

ὠδίνοισθε

ὠδίνοιντο

명령법단수 ὠδίνου

ὠδινέσθω

쌍수 ὠδίνεσθον

ὠδινέσθων

복수 ὠδίνεσθε

ὠδινέσθων, ὠδινέσθωσαν

부정사 ὠδίνεσθαι

분사 남성여성중성
ὠδινομενος

ὠδινομενου

ὠδινομενη

ὠδινομενης

ὠδινομενον

ὠδινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μαντεῖαι καὶ οἰωνισμοὶ καὶ ἐνύπνια μάταιά ἐστι, καὶ ὡσ ὠδινούσησ φαντάζεται καρδία. (Septuagint, Liber Sirach 34:5)

    (70인역 성경, Liber Sirach 34:5)

  • ὅτι φωνὴν ὡσ ὠδινούσησ ἤκουσα, τοῦ στεναγμοῦ σου ὡσ πρωτοτοκούσησ, φωνὴ θυγατρὸσ Σιών. ἐκλυθήσεται καὶ παρήσει τὰσ χεῖρασ αὐτῆσ. οἴμοι ἐγώ, ὅτι ἐκλείπει ἡ ψυχή μου ἐπὶ τοῖσ ἀνῃρημένοισ. (Septuagint, Liber Ieremiae 4:31)

    (70인역 성경, 예레미야서 4:31)

  • ἰδοὺ ὥσπερ ἀετὸσ ὄψεται καὶ ἐκτενεῖ τὰσ πτέρυγασ ἐπ’ ὀχυρώματα αὐτῆσ. καὶ ἔσται ἡ καρδία τῶν ἰσχυρῶν τῆσ Ἰδουμαίασ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ὡσ καρδία γυναικὸσ ὠδινούσησ. (Septuagint, Liber Ieremiae 29:22)

    (70인역 성경, 예레미야서 29:22)

유의어

  1. 낳다

  2. to be in travail with

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION