헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυστοκέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δυστοκέω δυστοκήσω

형태분석: δυστοκέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from du/stokos

  1. to be in sore travail

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δυστόκω

δυστόκεις

δυστόκει

쌍수 δυστόκειτον

δυστόκειτον

복수 δυστόκουμεν

δυστόκειτε

δυστόκουσιν*

접속법단수 δυστόκω

δυστόκῃς

δυστόκῃ

쌍수 δυστόκητον

δυστόκητον

복수 δυστόκωμεν

δυστόκητε

δυστόκωσιν*

기원법단수 δυστόκοιμι

δυστόκοις

δυστόκοι

쌍수 δυστόκοιτον

δυστοκοίτην

복수 δυστόκοιμεν

δυστόκοιτε

δυστόκοιεν

명령법단수 δυστο͂κει

δυστοκεῖτω

쌍수 δυστόκειτον

δυστοκεῖτων

복수 δυστόκειτε

δυστοκοῦντων, δυστοκεῖτωσαν

부정사 δυστόκειν

분사 남성여성중성
δυστοκων

δυστοκουντος

δυστοκουσα

δυστοκουσης

δυστοκουν

δυστοκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δυστόκουμαι

δυστόκει, δυστόκῃ

δυστόκειται

쌍수 δυστόκεισθον

δυστόκεισθον

복수 δυστοκοῦμεθα

δυστόκεισθε

δυστόκουνται

접속법단수 δυστόκωμαι

δυστόκῃ

δυστόκηται

쌍수 δυστόκησθον

δυστόκησθον

복수 δυστοκώμεθα

δυστόκησθε

δυστόκωνται

기원법단수 δυστοκοίμην

δυστόκοιο

δυστόκοιτο

쌍수 δυστόκοισθον

δυστοκοίσθην

복수 δυστοκοίμεθα

δυστόκοισθε

δυστόκοιντο

명령법단수 δυστόκου

δυστοκεῖσθω

쌍수 δυστόκεισθον

δυστοκεῖσθων

복수 δυστόκεισθε

δυστοκεῖσθων, δυστοκεῖσθωσαν

부정사 δυστόκεισθαι

분사 남성여성중성
δυστοκουμενος

δυστοκουμενου

δυστοκουμενη

δυστοκουμενης

δυστοκουμενον

δυστοκουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δυστοκήσω

δυστοκήσεις

δυστοκήσει

쌍수 δυστοκήσετον

δυστοκήσετον

복수 δυστοκήσομεν

δυστοκήσετε

δυστοκήσουσιν*

기원법단수 δυστοκήσοιμι

δυστοκήσοις

δυστοκήσοι

쌍수 δυστοκήσοιτον

δυστοκησοίτην

복수 δυστοκήσοιμεν

δυστοκήσοιτε

δυστοκήσοιεν

부정사 δυστοκήσειν

분사 남성여성중성
δυστοκησων

δυστοκησοντος

δυστοκησουσα

δυστοκησουσης

δυστοκησον

δυστοκησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δυστοκήσομαι

δυστοκήσει, δυστοκήσῃ

δυστοκήσεται

쌍수 δυστοκήσεσθον

δυστοκήσεσθον

복수 δυστοκησόμεθα

δυστοκήσεσθε

δυστοκήσονται

기원법단수 δυστοκησοίμην

δυστοκήσοιο

δυστοκήσοιτο

쌍수 δυστοκήσοισθον

δυστοκησοίσθην

복수 δυστοκησοίμεθα

δυστοκήσοισθε

δυστοκήσοιντο

부정사 δυστοκήσεσθαι

분사 남성여성중성
δυστοκησομενος

δυστοκησομενου

δυστοκησομενη

δυστοκησομενης

δυστοκησομενον

δυστοκησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be in sore travail

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION