- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπέρογκος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: hyperonkos 고전 발음: [휘뻬롱꼬] 신약 발음: [위빼롱꼬]

기본형: ὑπέρογκος ὑπέρογκον

형태분석: ὑπερογκ (어간) + ος (어미)

  1. 과도한, 무절제한, 강렬한
  1. of excessive bulk, swollen to a great size
  2. immoderate, excessive

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ὑπέρογκος

(이)가

ὑπέρογκον

(것)가

속격 ὑπερόγκου

(이)의

ὑπερόγκου

(것)의

여격 ὑπερόγκῳ

(이)에게

ὑπερόγκῳ

(것)에게

대격 ὑπέρογκον

(이)를

ὑπέρογκον

(것)를

호격 ὑπέρογκε

(이)야

ὑπέρογκον

(것)야

쌍수주/대/호 ὑπερόγκω

(이)들이

ὑπερόγκω

(것)들이

속/여 ὑπερόγκοιν

(이)들의

ὑπερόγκοιν

(것)들의

복수주격 ὑπέρογκοι

(이)들이

ὑπέρογκα

(것)들이

속격 ὑπερόγκων

(이)들의

ὑπερόγκων

(것)들의

여격 ὑπερόγκοις

(이)들에게

ὑπερόγκοις

(것)들에게

대격 ὑπερόγκους

(이)들을

ὑπέρογκα

(것)들을

호격 ὑπέρογκοι

(이)들아

ὑπέρογκα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἀκαθαρσία αὐτῆς πρὸς ποδῶν αὐτῆς, οὐκ ἐμνήσθη ἔσχατα αὐτῆς. καὶ κατεβίβασεν ὑπέρογκα, οὐκ ἔστιν ὁ παρακαλῶν αὐτήν. ἰδέ, Κύριε, τὴν ταπείνωσίν μου, ὅτι ἐμεγαλύνθη ὁ ἐχθρός. (Septuagint, Lamentationes 1:10)

    (70인역 성경, 애가 1:10)

  • καὶ ποιήσει κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ὁ βασιλεὺς ὑψωθήσεται καὶ μεγαλυνθήσεται ἐπὶ πάντα θεὸν καὶ λαλήσει ὑπέρογκα καὶ κατευθυνεῖ, μέχρις οὗ συντελεσθῇ ἡ ὀργή, εἰς γὰρ συντέλειαν γίνεται. (Septuagint, Prophetia Danielis 11:36)

    (70인역 성경, 다니엘서 11:36)

  • τὰ μὲν ὑπέρογκα γὰρ ἑκάστων τούτων ἔχθρας καὶ στάσεις ἀπεργάζεται ταῖς πόλεσιν καὶ ἰδίᾳ, τὰ δ ἐλλείποντα δουλείας ὡς τὸ πολύ. (Plato, Laws, book 5 15:3)

    (플라톤, Laws, book 5 15:3)

  • ὑπέρογκα γὰρ ματαιότητος φθεγγόμενοι δελεάζουσιν ἐν ἐπιθυμίαις σαρκὸς ἀσελγείαις τοὺς ὀλίγως ἀποφεύγοντας τοὺς ἐν πλάνῃ ἀναστρεφομένους, ἐλευθερίαν αὐτοῖς ἐπαγγελλόμενοι, αὐτοὶ δοῦλοι ὑπάρχοντες τῆς φθορᾶς: (PETROU B, chapter 1 43:1)

    (PETROU B, chapter 1 43:1)

  • Οὗτοί εἰσιν γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ὠφελίας χάριν. (IOUDA, chapter 1 18:1)

    (IOUDA, chapter 1 18:1)

유의어

  1. 과도한

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION