헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπερκομίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπερκομίζω ὑπερκομιῶ

형태분석: ὑπερ (접두사) + κομίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to carry over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερκομίζω

ὑπερκομίζεις

ὑπερκομίζει

쌍수 ὑπερκομίζετον

ὑπερκομίζετον

복수 ὑπερκομίζομεν

ὑπερκομίζετε

ὑπερκομίζουσιν*

접속법단수 ὑπερκομίζω

ὑπερκομίζῃς

ὑπερκομίζῃ

쌍수 ὑπερκομίζητον

ὑπερκομίζητον

복수 ὑπερκομίζωμεν

ὑπερκομίζητε

ὑπερκομίζωσιν*

기원법단수 ὑπερκομίζοιμι

ὑπερκομίζοις

ὑπερκομίζοι

쌍수 ὑπερκομίζοιτον

ὑπερκομιζοίτην

복수 ὑπερκομίζοιμεν

ὑπερκομίζοιτε

ὑπερκομίζοιεν

명령법단수 ὑπερκόμιζε

ὑπερκομιζέτω

쌍수 ὑπερκομίζετον

ὑπερκομιζέτων

복수 ὑπερκομίζετε

ὑπερκομιζόντων, ὑπερκομιζέτωσαν

부정사 ὑπερκομίζειν

분사 남성여성중성
ὑπερκομιζων

ὑπερκομιζοντος

ὑπερκομιζουσα

ὑπερκομιζουσης

ὑπερκομιζον

ὑπερκομιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερκομίζομαι

ὑπερκομίζει, ὑπερκομίζῃ

ὑπερκομίζεται

쌍수 ὑπερκομίζεσθον

ὑπερκομίζεσθον

복수 ὑπερκομιζόμεθα

ὑπερκομίζεσθε

ὑπερκομίζονται

접속법단수 ὑπερκομίζωμαι

ὑπερκομίζῃ

ὑπερκομίζηται

쌍수 ὑπερκομίζησθον

ὑπερκομίζησθον

복수 ὑπερκομιζώμεθα

ὑπερκομίζησθε

ὑπερκομίζωνται

기원법단수 ὑπερκομιζοίμην

ὑπερκομίζοιο

ὑπερκομίζοιτο

쌍수 ὑπερκομίζοισθον

ὑπερκομιζοίσθην

복수 ὑπερκομιζοίμεθα

ὑπερκομίζοισθε

ὑπερκομίζοιντο

명령법단수 ὑπερκομίζου

ὑπερκομιζέσθω

쌍수 ὑπερκομίζεσθον

ὑπερκομιζέσθων

복수 ὑπερκομίζεσθε

ὑπερκομιζέσθων, ὑπερκομιζέσθωσαν

부정사 ὑπερκομίζεσθαι

분사 남성여성중성
ὑπερκομιζομενος

ὑπερκομιζομενου

ὑπερκομιζομενη

ὑπερκομιζομενης

ὑπερκομιζομενον

ὑπερκομιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερκομίω

ὑπερκομίεις

ὑπερκομίει

쌍수 ὑπερκομίειτον

ὑπερκομίειτον

복수 ὑπερκομίουμεν

ὑπερκομίειτε

ὑπερκομίουσιν*

기원법단수 ὑπερκομίοιμι

ὑπερκομίοις

ὑπερκομίοι

쌍수 ὑπερκομίοιτον

ὑπερκομιοίτην

복수 ὑπερκομίοιμεν

ὑπερκομίοιτε

ὑπερκομίοιεν

부정사 ὑπερκομίειν

분사 남성여성중성
ὑπερκομιων

ὑπερκομιουντος

ὑπερκομιουσα

ὑπερκομιουσης

ὑπερκομιουν

ὑπερκομιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπερκομίουμαι

ὑπερκομίει, ὑπερκομίῃ

ὑπερκομίειται

쌍수 ὑπερκομίεισθον

ὑπερκομίεισθον

복수 ὑπερκομιοῦμεθα

ὑπερκομίεισθε

ὑπερκομίουνται

기원법단수 ὑπερκομιοίμην

ὑπερκομίοιο

ὑπερκομίοιτο

쌍수 ὑπερκομίοισθον

ὑπερκομιοίσθην

복수 ὑπερκομιοίμεθα

ὑπερκομίοισθε

ὑπερκομίοιντο

부정사 ὑπερκομίεισθαι

분사 남성여성중성
ὑπερκομιουμενος

ὑπερκομιουμενου

ὑπερκομιουμενη

ὑπερκομιουμενης

ὑπερκομιουμενον

ὑπερκομιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to carry over

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION