Ancient Greek-English Dictionary Language

ὕφασμα

Third declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὕφασμα ὕφασματος

Structure: ὑφασματ (Stem)

Etym.: u(fai/nw

Sense

  1. a woven robe, web

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ τὸ ὕφασμα τῶν ἐπωμίδων, ὅ ἐστιν ἐπ̓ αὐτῷ, κατὰ τὴν ποίησιν ἐξ αὐτοῦ ἔσται ἐκ χρυσίου καθαροῦ καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρασ καὶ κοκκίνου διανενησμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένησ. (Septuagint, Liber Exodus 28:8)
  • καὶ καθυφανεῖσ ἐν αὐτῷ ὕφασμα κατάλιθον τετράστιχον. στίχοσ λίθων ἔσται, σάρδιον, τοπάζιον καὶ σμάραγδοσ, ὁ στίχοσ ὁ εἷσ. (Septuagint, Liber Exodus 28:17)
  • καὶ συνυφάνθη ἐν αὐτῷ ὕφασμα κατάλιθον τετράστιχον. στίχοσ λίθων, σάρδιον καὶ τοπάζιον καὶ σμάραγδοσ, ὁ στίχοσ ὁ εἷσ. (Septuagint, Liber Exodus 36:17)
  • καὶ συνέσφιγξε τὸ λογεῖον ἀπὸ τῶν δακτυλίων τῶν ἐπ̓ αὐτοῦ εἰσ τοὺσ δακτυλίουσ τῆσ ἐπωμίδοσ, συνεχομένουσ ἐκ τῆσ ὑακίνθου, συμπεπλεγμένουσ εἰσ τὸ ὕφασμα τῆσ ἐπωμίδοσ, ἵνα μὴ χαλᾶται τὸ λογεῖον ἀπὸ τῆσ ἐπωμίδοσ, καθὰ συνέταξε Κύριοσ τῷ Μωυσῇ. (Septuagint, Liber Exodus 36:29)
  • τόδ’ ἔσθ’ ὕφασμα, θέσφαθ’ ὡσ εὑρίσκομεν. (Euripides, Ion, episode, iambics 5:37)

Synonyms

  1. a woven robe

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION