헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὕφασμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὕφασμα ὕφασματος

형태분석: ὑφασματ (어간)

어원: u(fai/nw

  1. 거미줄, 웹, 그물코
  1. a woven robe, web

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὕφασμα

거미줄이

ὑφάσματε

거미줄들이

ὑφάσματα

거미줄들이

속격 ὑφάσματος

거미줄의

ὑφασμάτοιν

거미줄들의

ὑφασμάτων

거미줄들의

여격 ὑφάσματι

거미줄에게

ὑφασμάτοιν

거미줄들에게

ὑφάσμασιν*

거미줄들에게

대격 ὕφασμα

거미줄을

ὑφάσματε

거미줄들을

ὑφάσματα

거미줄들을

호격 ύ̔φασμα

거미줄아

ὑφάσματε

거미줄들아

ὑφάσματα

거미줄들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κοιμᾶσθαι αὐτὸν καὶ ἔλαβε Δαλιδὰ τὰσ ἑπτὰ σειρὰσ τῆσ κεφαλῆσ αὐτοῦ καὶ ὕφανεν ἐν τῷ διάσματι καὶ ἔπηξε τῷ πασσάλῳ εἰσ τὸν τοῖχον καὶ εἶπεν. ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών. καὶ ἐξυπνίσθη ἀπὸ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ ἐξῇρε τὸν πάσσαλον τοῦ ὑφάσματοσ ἐκ τοῦ τοίχου. (Septuagint, Liber Iudicum 16:14)

    (70인역 성경, 판관기 16:14)

  • τίσ δὲ ἔδωκε γυναιξὶν ὑφάσματοσ σοφίαν ἢ ποικιλτικὴν ἐπιστήμην̣ (Septuagint, Liber Iob 38:36)

    (70인역 성경, 욥기 38:36)

  • ὄνομα ἄρα διδασκαλικόν τί ἐστιν ὄργανον καὶ διακριτικὸν τῆσ οὐσίασ ὥσπερ κερκὶσ ὑφάσματοσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 30:11)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 30:11)

  • φύσει γὰρ ἦν ἑκάστῳ εἴδει ὑφάσματοσ, ὡσ ἐοίκεν, ἑκάστη κερκίσ, καὶ τἆλλα οὕτωσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 38:1)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 38:1)

  • πρὸσ τοίνυν ταύταισ ἔτι τὰσ τῶν ἐργαλείων δημιουργοὺσ τέχνασ, δι’ ὧν ἀποτελεῖται τὰ τῆσ ὑφῆσ ἔργα, δοκεῖν χρὴ τό γε συναιτίασ εἶναι προσποιήσασθαι παντὸσ ὑφάσματοσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 147:2)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 147:2)

유의어

  1. 거미줄

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION